Ο ανθρωπάκος, που φορούσε χιλιομπαλωμένο μανδύα και παλτό, κρατούσε αδέξια το σκούφο στα χέρια και έσκυβε το κεφάλι όποτε μιλούσε. Κοίταξε τους άλλους που ξεπέζευαν πίσω από τον Λαν και τη Μουαραίν και κούνησε το κεφάλι. “Χωριάτες”. Χαμογέλασε πλατιά. “Μπα, κυρά Άλυς, μαζεύεις χωριάτες με άχυρα στα μαλλιά τους;” Μετά το βλέμμα του έπεσε στον Θομ Μέριλιν. “Εσύ δεν είσαι βοσκός. Θυμάμαι που σε άφησα να περάσεις πριν λίγο καιρό, το θυμάμαι καλά. Δεν τους άρεσαν τα κολπάκια σου εκεί στα χωριά, ε, Βάρδε;”
“Ελπίζω ότι θα θυμηθείς να ξεχάσεις που μας άφησες να περάσουμε, αφέντη Άβιν”, είπε ο Λαν, αφήνοντας ένα νόμισμα στην παλάμη του, “Και που μας άφησες να ξαναμπούμε”.
“Δεν είναι ανάγκη, αφέντη Άτρα. Δεν είναι ανάγκη. Με πληρώσατε με το παραπάνω όταν βγήκατε. Με το παραπάνω”. Πάντως, ο Άβιν έκανε το νόμισμα να εξαφανιστεί με επιδεξιότητα Βάρδου. “Δεν το ’πα σε κανέναν και ούτε θα το πω. Ούτε και στους Λευκομανδίτες”, κατέληξε σκοτεινιάζοντας. Σούφρωσε τα χείλη έτοιμος να φτύσει, έπειτα κοίταξε τη Μουαραίν και κατάπιε.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά δεν άνοιξε το στόμα. Ούτε και οι άλλοι μίλησαν, αν και φαινόταν ότι του Ματ αυτό του ερχόταν δύσκολο. Τέκνα τον Φωτός, θαύμασε ο Ραντ. Οι ιστορίες που έλεγαν για τα Τέκνα οι πραματευτάδες και οι έμποροι και οι φύλακες των εμπόρων τους ανέφεραν άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με μίσος, όμως όλες συμφωνούσαν πως τα Τέκνα μισούσαν εξίσου τις Άες Σεντάι και τους Σκοτεινόφιλους. Αναρωτήθηκε μήπως είχαν μπλέξει ακόμα χειρότερα.
“Τα Τέκνα είναι στο Μπάερλον;” ζήτησε να μάθει ο Λαν.
“Πώς δεν είναι”, είπε ο φύλακας της πύλης, με το κεφάλι να ανεβοκατεβαίνει. “Ήρθαν την ίδια μέρα που φύγατε, αν θυμάμαι καλά. Εδώ όλοι τους βλέπουν με μισό μάτι. Κανένας δεν το λέει, βέβαια”.
“Είπαν για ποιο λόγο είναι εδώ;” ρώτησε με ένταση η Μουαραίν.
“Για ποιο λόγο είναι εδώ, κυρά;” Ο Άβιν τόσο πολύ ξαφνιάστηκε που το κεφάλι του έμεινε ακίνητο. “Και βέβαια είπαν για ποιο — Α, το ξέχασα. Ήσουν στα χωριά. Μάλλον δεν άκουγες παρά μόνο πρόβατα να βελάζουν. Λένε, ότι ήρθαν εδώ γι’ αυτά που γίνονται κάτω στη Γκεάλνταν. Ο Δράκοντας, ξέρεις — τέλος πάντων, εκείνος που λέει ότι είναι Δράκοντας. Λένε ότι ετοιμάζει κάτι κακό —κι εγώ έτσι φαντάζομαι- και ήρθαν για να τον σταματήσουν, μόνο που κείνος είναι κάτω στη Γκεάλνταν, όχι εδώ. Πρόφαση για να χώσουν τη μύτη τους σε ξένες υποθέσεις, έτσι νομίζω εγώ. Κάποιοι ζωγράφισαν κιόλας το Δόντι του Δράκοντα σε μερικές πόρτες”. Αυτή τη φορά έφτυσε.
“Έκαναν πολλή φασαρία λοιπόν;” είπε ο Λαν και ο Άβιν κούνησε το κεφάλι δυνατά.
“Όχι πως δεν θέλουν, νομίζω, αλλά ο Κυβερνήτης δεν τους έχει εμπιστοσύνη. Αφήνει να μπαίνουν στην πόλη μέχρι δέκα τη φορά κι αυτό τους κάνει να σκυλιάζουν. Οι υπόλοιποι, έτσι άκουσα, έχουν κάνει στρατόπεδο λίγο πιο πέρα στα βόρεια. Οι αγρότες εκεί, πάω στοίχημα ότι τους έχει πιάσει σύγκρυο. Τα Τέκνα που μπαίνουν στην πόλη τριγυρνούν με τους άσπρους μανδύες και κοιτάνε τον κοσμάκη με ύφος. Περπατάτε στο Φως, λένε, και είναι διαταγή. Παραλίγο θα πιάνονταν στα χέρια με τους αμαξάδες και τους μεταλλωρύχους και τους μεταλλουργούς και τους άλλους, ακόμα και με τους Βιγλάτορες, αλλά ο Κυβερνήτης θέλει να υπάρχει γαλήνη και ως τα τώρα υπάρχει. Αν κυνηγούν το κακό, για πες μου, γιατί δεν πηγαίνουν στη Σαλδαία; Ή κάτω στη Γκεάλνταν; Έγινε μεγάλη μάχη εκεί, λένε. Πολύ μεγάλη”.
Η Μουαραίν ανάσανε απαλά. “Άκουσα ότι οι Άες Σεντάι θα πήγαιναν στη Γκεάλνταν”.
“Ναι, κυρά, πήγαν”. Το κεφάλι του Άβιν άρχισε πάλι να ανεβοκατεβαίνει. “Πήγαν στη Γκεάλνταν κι έτσι άρχισε η μάχη, απ’ ό,τι άκουσα. Λένε ότι πέθαναν μερικές Άες Σεντάι. Μπορεί όλες. Ξέρω ότι είναι κόσμος που δεν θέλει τις Άες Σεντάι, αλλά εγώ λέω, ποιος άλλος θα πάει να σταματήσει έναν ψεύτικο Δράκοντα; Ε; Κι εκείνους τους βλάκες, που νομίζουν μπορούν να γίνουν άντρες Άες Σεντάι και τα λοιπά. Τι γίνεται μ’ αυτούς; Βέβαια, κάποιοι λένε —όχι οι Λευκομανδίτες, εντάξει; ούτε κι εγώ, αλλά κάποιοι- ότι μπορεί αυτός ο τύπος να είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Άκουσα ότι κάνει πράγματα. Χιλιάδες τον ακολουθούν”.
“Μην είσαι βλάκας”, είπε ο Λαν απότομα, και ο Άβιν φάνηκε να πληγώνεται.
“Εγώ λέω μόνο αυτά που άκουσα, εντάξει; Μονάχα αυτά που άκουσα, αφέντη Άτρα. Λένε κάποιοι ότι πάει τα στρατεύματά του προς τα ανατολικά και τα νότια, κατά το Δάκρυ”. Μίλησε πιο βαριά, με νόημα. “Λένε πως τους ονομάζει Λαό του Δράκοντα”.
“Τα ονόματα δεν σημαίνουν τίποτα”, είπε γαλήνια η Μουαραίν. Αν την είχε ταράξει κάτι απ’ όσα είχε ακούσει, δεν το έδειχνε. “Αν ήθελες, θα μπορούσες να ονομάσεις και το μουλάρι σου Λαό του Δράκοντα”.