“Μάλλον όχι, κυρά”, χαχάνισε ο Άβιν. “Δεν υπάρχει περίπτωση, τώρα που κυκλοφορούν εδώ Λευκομανδίτες. Ούτε φαντάζομαι να καλοβλέπει κανένας άλλος αυτό το όνομα. Καταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά... α, όχι, κυρά. Όχι το μουλάρι μου”.
“Αναμφιβόλως, μια συνετή απόφαση”, είπε η Μουαραίν. “Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε”.
“Και μη στενοχωριέσαι, κυρά”, είπε ο Άβιν, χαμηλώνοντας το κεφάλι, “εγώ δεν είδα κανέναν”. Όρμηξε στην πύλη και άρχισε να την κλείνει, τραβώντας τη με κοφτές, απότομες κινήσεις. “Δεν είδα κανέναν, δεν είδα τίποτα”. Η πύλη έκλεισε μ’ ένα πνιχτό κρότο κι αυτός κατέβασε το σύρτη μ’ ένα σχοινί. “Η αλήθεια, κυρά, είναι πως η πύλη έχει μέρες ν’ ανοίξει”.
“Το Φως να σε φωτίσει, Άβιν”, είπε η Μουαραίν.
Ακολουθώντας την, απομακρύνθηκαν από την πύλη. Ο Ραντ κοίταξε πίσω μια φορά και είδε τον Άβιν να στέκεται μπροστά στην πύλη. Έμοιαζε να γυαλίζει ένα νόμισμα με την άκρη του μανδύα του και να χασκογελά.
Η διαδρομή που πήραν περνούσε από βρώμικους δρόμους, με φάρδος μόνο όσο δύο άμαξες, δίχως ανθρώπους, γεμάτους αποθήκες και μερικούς ψηλούς ξύλινους φράχτες. Ο Ραντ, για λίγο, βρέθηκε πίσω από τον Βάρδου. “Θομ, τι ήταν αυτό που είπε για το Δάκρυ και για το Λαό του Δράκοντα; Το Δάκρυ είναι μια μακρινή πόλη στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ε;”
“Ο Κύκλος της Κάρεδον”, είπε ο Θομ απότομα.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Οι Προφητείες τον Δράκοντα. “Στους Δύο Ποταμούς κανένας δεν διηγείται τις... αυτές τις ιστορίες. Τουλάχιστον κανένας στο Πεδίο του Έμοντ. Η Σοφία θα τον έγδερνε ζωντανό”.
“Τι άλλο να ’κανε”, είπε ξερά ο Θομ. Έριξε μια ματιά στη Μουαραίν, που ήταν μπροστά με τον Λαν, είδε ότι δεν θα τους άκουγε από αυτή την απόσταση και συνέχισε. “Το Δάκρυ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στη Θάλασσα των Καταιγίδων και η Πέτρα του Δακρίου είναι το φρούριο που το προστατεύει. Λέγεται, ότι η Πέτρα είναι το πρώτο φρούριο που χτίστηκε μετά το Τσάκισμα του Κόσμου και τόσον καιρό δεν έπεσε ποτέ, αν και πολλοί στρατοί το προσπάθησαν. Μια Προφητεία λέει ότι η Πέτρα του Δακρίου δεν θα πέσει, αν δεν έρθει στην Πέτρα ο Λαός του Δράκοντα. Μια άλλη λέει ότι η Πέτρα δεν θα πέσει, μέχρι το χέρι του Δράκοντα να κρατήσει το Ανέγγιχτο Σπαθί”. Ο Θομ έκανε μια γκριμάτσα. “Η άλωση της Πέτρας θα είναι μεγάλη απόδειξη ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Είθε να στέκει η Πέτρα μέχρι να γίνω ένα με το χώμα”.
“Το ανέγγιχτο σπαθί;”
“Έτσι λέει. Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια είναι σπαθί. Ό,τι κι αν είναι, βρίσκεται στην Καρδιά της Πέτρας, την κεντρική πολιτεία του φρουρίου. Εκεί, μόνο οι Μεγάλοι Άρχοντες του Δακρίου μπορούν να μπουν και ποτέ δεν λένε τι βρίσκεται μέσα της Ή, τουλάχιστον, δεν το λένε στους Βάρδους”.
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. “Η Πέτρα δεν θα πέσει μέχρι να κρατήσει ο Δράκοντας το σπαθί, αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό, αν η Πέτρα δεν έχει ήδη πέσει; Λένε πως ο Δράκοντας είναι Μεγάλος Άρχοντας του Δακρίου;”
“Αυτό είναι μάλλον απίθανο”, είπε ξερά ο Βάρδος. “Το Δάκρυ μισεί ό,τι έχει να κάνει με τη Δύναμη πιο πολύ απ’ όσο το Αμαντορ και το Αμαντορ είναι το προπύργιο των Παιδιών του Φωτός”.
“Πώς μπορεί λοιπόν να βγει αληθινή η Προφητεία;” ρώτησε ο Ραντ. “Δεν με πειράζει αν δεν ξαναγεννηθεί ποτέ ο Δράκοντας, αλλά μια προφητεία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί δεν έχει νόημα. Είναι σαν μια ιστορία, που στόχος της θα ήταν να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι ο Δράκοντας ποτέ δεν θα ξαναγεννηθεί. Έτσι είναι;”
“Όλο ερωτήσεις κάνεις, μικρέ”, είπε ο Θομ. “Μια προφητεία που εύκολα εκπληρώνεται δεν θα άξιζε, έτσι δεν είναι;” Ξαφνικά, η φωνή του ζωήρεψε. “Εδώ είμαστε, λοιπόν. Ό,τι κι αν είναι κι αυτό”.
Ο Λαν είχε σταματήσει σε ένα τμήμα ενός ξύλινου φράχτη, που είχε ύψος όσο ένας άνθρωπος και δεν έδειχνε διαφορετικό από πολλά άλλα που είχαν περάσει. Είχε χώσει τη λεπίδα του εγχειριδίου του ανάμεσα σε δύο σανίδες και την ανεβοκατέβαζε. Ξαφνικά γρύλισε ικανοποιημένος, την τράβηξε και ένα μέρος του φράχτη άνοιξε, σαν πύλη. Ο Ραντ είδε πως πράγματι ήταν πύλη, αν και φτιαγμένη έτσι ώστε κανονικά να ανοίγει μόνο από την άλλη πλευρά. Έτσι έδειχνε ο μεταλλικός σύρτης, που είχε υψώσει ο Λαν με το εγχειρίδιό του.
Η Μουαραίν μπήκε αμέσως, τραβώντας πίσω της την Αλντίμπ. Ο Λαν έκανε νόημα στους άλλους να την ακολουθήσουν και μπήκε τελευταίος, κλείνοντας πίσω του την πύλη.
Όταν ο Ραντ πέρασε από την άλλη πλευρά του φράχτη, είδε ότι ήταν στην αυλή του στάβλου ενός πανδοχείου. Οχλαγωγία ακουγόταν από την κουζίνα του κτιρίου, αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε ήταν το μέγεθος του: κάλυπτε τη διπλάσια έκταση απ’ όσο το Πανδοχείο της Οινοπηγής και είχε ύψος τριών ορόφων. Τα μισά παράθυρα έλαμπαν στο σούρουπο που βάθαινε. Απόρησε με την πόλη, που είχε τόσους ξένους μέσα της.