«Μητέρα», είπε η Σέριαμ, «είναι αργά. Οι μαγείρισσες θα περιμένουν τις βοηθούς τους από δω».
«Μητέρα», ρώτησε η Εγκουέν με αγωνία, «μήπως μπορούμε να μείνουμε με τον Ματ; Αν υπάρχει ακόμα πιθανότητα να πεθάνει...»
Το βλέμμα της Άμερλιν ήταν ευθύ, το πρόσωπό της ανέκφραστο. «Έχεις να κάνεις κάποιες αγγαρείες, τέκνο μου».
Δεν εννοούσε να πλύνει τις κατσαρόλες. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Μάλιστα, Μητέρα». Έκλινε το γόνυ και τα φουστάνια της άγγιξαν τα φουστάνια της Νυνάβε και της Ηλαίην, καθώς κι εκείνες έκαναν το ίδιο. Κοίταξε τον Ματ μια τελευταία φορά κι έπειτα ακολούθησε τη Σέριαμ έξω. Ο Ματ ακόμα δεν είχε σαλέψει.
19
Ξυπνήματα
Ο Ματ άνοιξε αργά τα μάτια και κοίταξε ψηλά το λευκό γύψο του ταβανιού, ενώ αναρωτιόταν πού ήταν και πώς είχε βρεθεί εκεί. Ένα περίπλοκο σχέδιο από επίχρυσα φύλλα διέτρεχε την περίμετρο του ταβανιού και το στρώμα κάτω από την πλάτη του το ένιωθε γεμάτο πούπουλα. Ήταν σε κάποιο πλούσιο μέρος, λοιπόν. Κάπου που υπήρχαν λεφτά. Αλλά το μυαλό του δεν ήξερε το πού και το πώς και, επίσης, πολλά άλλα πράγμα.
Πριν ονειρευόταν και θραύσματα από τα όνειρά του ακόμα στροβιλίζονταν, μαζί με τις αναμνήσεις, στο κεφάλι του. Δεν μπορούσε να χωρίσει τα μεν από τις δε. Χαοτικές μάχες και κυνηγητά, παράξενοι άνθρωποι από τα πέρατα του ωκεανού, Δρόμοι, Διαβατικές Πέτρες και κομμάτια από άλλες ζωές, πράγματα βγαλμένα μέσα από παραμύθια βάρδων, όλα αυτά έπρεπε να είναι όνειρα. Τουλάχιστον, του φαινόταν ότι ήταν όνειρα. Όμως ο Λόιαλ, ο οποίος ήταν Ογκιρανός, δεν ήταν όνειρο. Αποσπάσματα από συζητήσεις αιωρούνταν ολόγυρα στις σκέψεις του, κουβέντες με τον πατέρα του, με φίλους, με τη Μουαραίν, με μια πανέμορφη γυναίκα, με έναν πλοίαρχο και έναν καλοντυμένο άντρα, που του μιλούσε σαν πατέρας που δίνει σοφές συμβουλές. Αυτά, μάλλον, ήταν αληθινά. Μα ήταν κομματάκια και θραύσματα. Έπλεαν.
«Μουάντ’ντριν τία νταρ αλέντε καμπά’ντριν ράντιεμ», μουρμούρισε. Οι λέξεις ήταν μονάχα ήχοι, όμως γέννησαν... κάτι.
Οι πυκνές γραμμές των σαρισσοφόρων εκτείνονταν ένα μίλι, ή και περισσότερο, προς τα δεξιά και τα αριστερά εκεί από κάτω τον και ξεπρόβαλλαν από μέσα τους τα λάβαρα και οι σημαίες από μικρές και μεγάλες πόλεις, καθώς και από ελάσσονες Οίκους. Το ποτάμι εξασφάλιζε την αριστερή πτέρυγά του, οι βάλτοι και τα έλη τη δεξιά. Από τη λοφοπλαγιά παρατηρούσε τους σαρισσοφόρους να παλεύουν με τον όγκο των Τρόλοκ, που προσπαθούσαν να περάσουν— ήταν δεκαπλάσιοι από τους ανθρώπους. Οι σάρισσες τρυπούσαν τη μαύρη αρματωσιά των Τρόλοκ και οι πέλεκεις με τα καρφιά άνοιγαν ματωμένα περάσματα στις τάξεις των ανθρώπων. Ουρλιαχτά και μουγκρητά γέμιζαν τον αέρα. Ο ήλιος έκαιγε καυτός πάνω από τα κεφάλια τους, σε έναν ανέφελο ουρανό και πάνω από το μέτωπο της μάχης φαινόταν το τρεμούλιασμα της κάψας. Ακόμα έβρεχε βέλη, που έρχονταν από τον εχθρό, μακελεύοντας όμοια Τρόλοκ και ανθρώπους. Τους δικούς τον τοξότες τους είχε αποσύρει, μα οι Άρχοντες τον Δέους δεν νοιάζονταν, αρκεί να τσάκιζαν τις γραμμές του. Στη ράχη τον λόφου, πίσω τον, η Φρουρά της Καρδιάς περίμενε τα προστάγματά τον και τα άλογα κλωτσούσαν το χώμα με αδημονία. Η αρματωσιά ανθρώπων και αλόγων άστραφτε ασημένια στις ακτίνες του ήλιου· ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα ζώα θα βαστούσαν για πολύ ακόμα στο λιοπύρι.
Εδώ έπρεπε να νικήσουν ή να πεθάνουν. Είχε τη φήμη τζογαδόρου· ήταν καιρός να ρίξει τα ζάρια. Με φωνή που ακούστηκε καθαρά μέσα στο σαματά που ερχόταν από κάτω, έδωσε τη διαταγή, καθώς ανέβαινε σβέλτα στη σέλα του. «Οι πεζοί να ετοιμαστούν για να περάσει μπροστά το ιππικό!» Ο σημαιοφόρος τον ίππευε δίπλα τον και το λάβαρο τον Κόκκινου Αετού ανέμιζε πάνω από το κεφάλι τον, καθώς η διαταγή μεταφερόταν δεξιά κι αριστερά.
Πιο κάτω, οι σαρισσοφόροι ξαφνικά κουνήθηκαν, μετακινούμενοι πλάγια με μεγάλη πειθαρχία, στενεύοντας το σχηματισμό τους, ανοίγοντας πλατιά χάσματα ανάμεσά τους. Χάσματα στα οποία χύθηκαν οι Τρόλοκ, αφήνοντας θηριώδεις κραυγές και μουγκρητά, σαν μια μαύρη, έρπουσα παλίρροια θανάτου.
Τράβηξε το ξίφος τον, το σήκωσε ψηλά. «Εμπρός η Φρουρά της Καρδιάς!» Χτύπησε τα πλευρά τον αλόγου με τις φτέρνες του και το άτι χίμηξε και κατηφόρισε την πλαγιά. Πίσω του, οι οπλές βροντοχτυπούσαν καθώς τα ζώα εφορμούσαν. «Εμπρός!» Ήταν ο πρώτος που χτύπησε τους Τρόλοκ, με το σπαθί τον να υψώνεται και να πέφτει και το σημαιοφόρο τον στο πλευρό του. «Για την τιμή τον Κόκκινου Αετού!» Η Φρουρά της Καρδιάς όρμησε στα κενά μεταξύ των σαρισσοφόρων, συντρίβοντας την παλίρροια, αναστρέφοντάς την. «Τον Κόκκινου Αετού!» Μισανθρώπινα πρόσωπα τον κοίταζαν γρυλίζοντας απειλητικά, σπαθιά με αλλόκοτες καμπύλες προσπάθησαν να τον αγγίξουν, αλλά αυτός άνοιξε δρόμο πιο βαθιά με τα χτυπήματά του. Θα κερδίσουμε ή θα πεθάνουμε. «Μανέθερεν!»