Выбрать главу

Το χέρι του Ματ έτρεμε καθώς το σήκωνε στο μέτωπό του. «Λος Βαλντάρ Κουεμπιγιάρι!», μουρμούρισε. Ήταν σχεδόν βέβαιος τι σήμαινε —«Εμπρός η Φρουρά της Καρδιάς» ή, ίσως, «Η Φρουρά της Καρδιάς θα προωθηθεί»― αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτό. Η Μουαραίν του είχε πει κάποιες λέξεις της Παλιάς Γλώσσας και μόνο αυτές ήξερε. Γι’ αυτόν, οι υπόλοιπες δεν είχαν περισσότερο νόημα από το κρώξιμο της καρακάξας.

«Τρελά πράγματα», είπε βραχνά. «Δεν θα είναι καν η Παλιά Γλώσσα. Μόνο τίποτα αλαμπουρνέζικα. Είναι τρελή η Άες Σεντάι. Δεν ήταν παρά μονάχα ένα όνειρο».

Η Άες Σεντάι. Η Μουαραίν. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε το λεπτό καρπό του, το κοκαλιάρικο χέρι του και προσήλωσε εκεί το βλέμμα. Είχε περάσει κάποια αρρώστια. Μια που είχε να κάνει με κάποιο εγχειρίδιο. Ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι στη λαβή και μια μολυσμένη, νεκρή από καιρό πόλη, που λεγόταν Σαντάρ Λογκόθ. Όλα ήταν θολά, απόμακρα και δεν έβγαζαν νόημα, μα ήξερε ότι δεν ήταν όνειρο. Η Εγκουέν και η Νυνάβε τον πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να Θεραπευτεί. Αυτό, τουλάχιστον, το θυμόταν.

Προσπάθησε να ανακαθίσει κι έπεσε πίσω αδύναμος, σαν νεογέννητο αρνάκι. Ανασηκώθηκε με πολύ κόπο και παραμέρισε τη μάλλινη κουβέρτα. Δεν φορούσε ρούχα, ίσως να βρίσκονταν στην ντουλάπα με τις σκαλισμένες κληματσίδες που ακουμπούσε στον τοίχο. Προς το παρόν, δεν τον ένοιαζαν τα ρούχα. Πάσχισε να σηκωθεί όρθιος, προχώρησε παραπατώντας στο λουλουδάτο χαλί, αρπάχτηκε από μια καρέκλα με ψηλή ράχη και όρμησε από την καρέκλα στο τραπέζι, που τα πόδια και οι άκρες του είχαν σκαλιστούς πάπυρους.

Κεριά από μελισσοκέρι, τέσσερα σε κάθε ψηλό κηροπήγιο, με καθρεφτάκια πίσω από τις φλόγες, έριχναν ένα δυνατό φως στο δωμάτιο. Πίσω από την καλογυαλισμένη λεκάνη, πάνω σε ένα τραπεζάκι στον τοίχο, υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης, που του έδειχνε το είδωλό του: λιγνό και καχεκτικό, με μάγουλα ρουφηγμένα και βουλιαγμένα, σκοτεινά μάτια, μαλλιά κολλημένα απ’ τον ιδρώτα, καμπουριασμένο, σαν να ήταν γέρος και τρεμουλιαστό, σαν χλόη στον άνεμο. Ίσιωσε το κορμί του, μα η βελτίωση ήταν ελάχιστη.

Στο τραπέζι, λίγο πιο μπροστά από τα χέρια του, υπήρχε ένας μεγάλος, σκεπασμένος δίσκος και η μύτη του έπιασε τη μοσχοβολιά του φαγητού. Τράβηξε το ύφασμα, αποκαλύπτοντας δύο μεγάλες, ασημένιες κανάτες και πιάτα από λεπτή, πράσινη πορσελάνη. Είχε ακουστά πως οι Θαλασσινοί χρέωναν το βάρος αυτής της πορσελάνης σε χρυσάφι. Περίμενε να βρει ζωμό κρέατος ή γλυκόψωμο, όλα εκείνα που ανάγκαζαν τους ανήμπορους να φάνε. Αντιθέτως, όμως, ένα πιάτο είχε μια μεγάλη στοίβα από φέτες ψητού βοδινού, με καφετιά μουστάρδα και χρένο. Στα άλλα υπήρχαν ψητές πατάτες, φασολάκια με κρεμμύδια, λάχανο και μπιζέλια. Τουρσί και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Χοντρές φέτες ξεροψημένο ψωμί και ένα πιατάκι βούτυρο. Μια κανάτα είχε γάλα και ήταν ακόμα γεμάτη δροσοσταλίδες απ’ έξω, η άλλη είχε κάτι που μύριζε σαν κρασί με μπαχαρικά. Είχε αρκετά για να φάνε τέσσερις. Του έτρεξαν τα σάλια και το στομάχι του γουργούρισε.

Πρώτα πρέπει να βρω πού είμαι. Αλλά έπιασε μια φέτα βοδινό, την έκανε ρολό, τη βούτηξε στη μουστάρδα και μετά άφησε το τραπέζι και πλησίασε τα τρία ψηλά, στενά παράθυρα.

Τα παράθυρα τα σκέπαζαν ξύλινα παντζούρια με σκαλισμένα, δαντελωτά σχέδια, αλλά μέσα από τις τρύπες μπόρεσε να διακρίνει ότι έξω ήταν νύχτα. Στη σκοτεινιά, τα φώτα από τα άλλα παράθυρα έμοιαζαν με μικρές βούλες. Για μια στιγμή, σωριάστηκε συγχυσμένος πάνω στο λευκό περβάζι, αλλά ύστερα βυθίστηκε σε σκέψεις.

Το χειρότερο που θα σου τύχει, μπορείς να το στρέψεις προς όφελός σου, αρκεί να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, έλεγε πάντα ο πατέρας του και το σίγουρο ήταν ότι ο Άμπελ Κώθον ήταν ο καλύτερος έμπορος αλόγων στους Δυο Ποταμούς. Όταν, καμιά φορά, φαινόταν ότι κάποιος τον είχε ξεγελάσει, στο τέλος αποδεικνυόταν ότι την είχε πατήσει ο ίδιος. Όχι ότι ο Άμπελ Κώθον έκανε ποτέ ατιμίες, αλλά ακόμα και στο Πέρασμα του Τάρεν δεν κατόρθωναν να τον κοροϊδέψουν και ήταν γνωστό ότι οι άνθρωποι εκεί πάντα κοίταζαν να σε γδάρουν. Κι όλα αυτά επειδή πάντα σκεφτόταν από την καλή κι από την ανάποδη, πριν κάνει κάτι.

Η Ταρ Βάλον. Πρέπει να ήταν η Ταρ Βάλον. Αυτό το δωμάτιο ήταν σε παλάτι. Το λουλουδάτο, Ντομανό χαλί από μόνο του σίγουρα κόστιζε όσο ένα αγρόκτημα. Πέραν τούτου, δεν του φαινόταν ότι ήταν άλλο πια άρρωστος και, απ’ ό,τι του είχαν πει, η Ταρ Βάλον ήταν η μόνη ελπίδα του για να γιατρευτεί. Δεν είχε νιώσει ποτέ άρρωστος, απ’ όσο θυμόταν, ούτε ακόμα κι όταν η Βέριν —άλλο ένα όνομα που αναδύθηκε από την ομίχλη― είχε πει σε κάποιον ότι ο Ματ πέθαινε. Τώρα ένιωθε αδύναμος σαν μωρό και πεινούσε σαν λύκος, αλλά ήταν βέβαιος πως, με κάποιον τρόπο, είχε γίνει η Θεραπεία. Νιώθω... γερός κι ολόκληρος, αυτό είναι όλο. Έχω Θεραπευτεί. Κοίταξε τα παντζούρια με μια γκριμάτσα.