Выбрать главу

Είχε Θεραπευτεί. Αυτό σήμαινε ότι είχαν χρησιμοποιήσει πάνω του τη Μία Δύναμη. Η ιδέα τον έκανε να ανατριχιάσει, αλλά ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε. «Καλύτερα από το να πέθαινα», μονολόγησε. Του ξανάρθαν στο νου κάποιες από τις ιστορίες που είχε ακούσει για τις Άες Σεντάι. «Μάλλον είναι καλύτερο από το να πέθαινα. Ακόμα και η Νυνάβε πίστευε πως θα πεθάνω. Εν πάση περιπτώσει, τώρα έγινε και δεν βγαίνει τίποτα αν αρχίσω να τρώγομαι γι’ αυτό». Συνειδητοποίησε ότι είχε φάει το βοδινό και έγλειφε το ζουμί από τα δάχτυλα του.

Ξαναπήγε με ασταθή βήματα στο τραπέζι. Από κάτω είχε ένα σκαμνάκι. Το τράβηξε και κάθισε. Δεν έδωσε σημασία στα μαχαιροπήρουνα κι έκανε άλλο ένα ρολό από μια φέτα βοδινού. Πώς μπορούσε να στρέψει το γεγονός ότι βρισκόταν στην Ταρ Βάλον ―στο Λευκό Πύργο. Εδώ πρέπει να είμαι― προς όφελός του;

Ταρ Βάλον σήμαινε Άες Σεντάι. Δεν ήταν αυτός λόγος για να καθίσει έστω και μια ώρα. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα. Όσα θυμόταν από τον καιρό που είχε περάσει με τη Μουαραίν και αργότερα με τη Βέριν, δεν ήταν αρκετά για να τον βοηθήσουν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια από τις δυο να κάνουν κάτι πραγματικά άσχημο, αλλά βέβαια δεν θυμόταν παρά ελάχιστα πράγματα από εκείνο το διάστημα. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι έκαναν οι Άες Σεντάι, το έκαναν για δικούς τους λόγους.

«Και δεν είναι πάντα οι λόγοι που νομίζεις ότι είναι», είπε πνιχτά, ενώ μασούσε μια μπουκιά πατάτα και την κατάπινε. «Η Άες Σεντάι ποτέ δεν λέει ψέματα, αλλά η αλήθεια που σου λέει η Άες Σεντάι δεν είναι πάντα η αλήθεια που νομίζεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμάμαι: δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γι’ αυτές, ακόμα κι όταν νομίζω πως ξέρω». Αυτό το συμπέρασμα κάθε άλλο παρά τον ενθάρρυνε. Μπουκώθηκε με μπιζέλια.

Όπως σκεφτόταν τις Άες Σεντάι, αυτό τον έκανε να θυμηθεί κάτι ακόμα γι’ αυτές. Τα επτά Άτζα: το Γαλάζιο, το Κόκκινο, το Καφέ, το Πράσινο, το Κίτρινο, το Λευκό και το Γκρίζο. Οι Κόκκινες ήταν η χειρότερες. Με εξαίρεση το Μαύρο Άτζα, που όλες ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει. Αλλά το Κόκκινο Άτζα μάλλον δεν θα αποτελούσε απειλή γι’ αυτόν. Αυτές ενδιαφέρονταν μόνο για άντρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν.

Ο Ραντ. Που να καώ, πώς μπόρεσα να τον ξεχάσω; Που είναι; Είναι καλά; Αναστέναξε πικρά και βουτύρωσε μια φέτα ψωμί, που ήταν ακόμα ζεστή. Άραγε να τρελάθηκε, ή ακόμα;

Έστω κι αν ήξερε τις απαντήσεις, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον Ραντ. Αλλά και να μπορούσε, δεν ήταν βέβαιος για αν θα τον βοηθούσε. Ο Ραντ μπορούσε να διαβιβάσει και ο Ματ είχε μεγαλώσει με ιστορίες που έλεγαν για ανθρώπους που διαβίβαζαν, ιστορίες με τις οποίες φόβιζαν τα παιδιά. Ιστορίες με τις οποίες φόβιζαν και τους μεγάλους, επίσης, επειδή κάποιες ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Όταν ο Ματ είχε ανακαλύψει τι μπορούσε να κάνει ο Ματ, ήταν σαν να είχε βρει ότι ο καλύτερος φίλος του τυραννούσε μικρά ζώα και σκότωνε μωρά. Όταν, στο τέλος, είχε αναγκαστεί να το πιστέψει, ήταν δύσκολο να συνεχίσει, πια, να τον λέει φίλο.

«Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου», είπε θυμωμένα. Έγειρε την κανάτα με το κρασί στο ασημένιο κύπελλό του και κατάλαβε, ξαφνιασμένος, ότι ήταν άδεια. Το γέμισε, λοιπόν, με γάλα. «Η Εγκουέν και η Νυνάβε θέλουν να γίνουν Άες Σεντάι». Τούτο το θυμήθηκε μόνο τη στιγμή που το ξεστόμισε. «Ο Ραντ ακολουθεί τη Μουαραίν και αυτοαποκαλείται Αναγεννημένος Δράκοντας. Το Φως μόνο ξέρει τι ετοιμάζει ο Πέριν. Σαν παλαβός κάνει από τότε που τα μάτια του έγιναν έτσι μυστήρια. Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου». Που να καώ, πρέπει! Απ όλους μας, είμαι ο τελευταίος λογικός. Είμαι ο μόνος.

Ταρ Βάλον. Έλεγαν πως ήταν η πλουσιότερη πόλη στον κόσμο, καθώς και το κέντρο του εμπορίου μεταξύ των Μεθορίων και του νότου, το κέντρο της δύναμης των Άες Σεντάι. Του φαινόταν πως δεν θα κατάφερνε να πείσει μια Άες Σεντάι να παίξει κάποιο τυχερό παιχνίδι μαζί του. Κι αν η άλλη δεχόταν, ο Ματ δεν θα εμπιστευόταν τη ζαριά, ή το φύλλο που θα είχε σηκώσει. Αλλά σίγουρα θα υπήρχαν έμποροι, σίγουρα θα υπήρχε κόσμος που να έχει χρυσάφι και ασήμι. Θα άξιζε να μείνει λίγες μέρες στην πόλη. Ήξερε ότι είχε κάνει μεγάλο ταξίδι από τότε που είχε αφήσει τους Δύο Ποταμούς, αλλά, με εξαίρεση κάτι θολές αναμνήσεις από το Κάεμλυν και την Καιρχίν, δεν θυμόταν τίποτα, για καμιά από τις λαμπρές πόλεις. Πάντα ήθελε να δει μια ξακουστή πολιτεία.

«Αλλά να μην είναι γεμάτη Άες Σεντάι», μουρμούρισε ξινά, φτυαρίζοντας τα τελευταία μπιζέλια. Τα καταβρόχθισε και πήρε κι άλλο βοδινό.