Выбрать главу

Αναρωτήθηκε αφηρημένα αν οι Άες Σεντάι θα τον άφηναν να κρατήσει το ρουμπίνι από το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ. Το εγχειρίδιο ίσα που το θυμόταν, αλλά, ακόμα κι έτσι, ήταν σαν να είχε ξαναφέρει στη θύμησή του έναν τρομερό τραυματισμό. Τα σπλάχνα του σφίχτηκαν κι ένας οξύς πόνος σούβλισε τους κροτάφους του. Εντούτοις, το ρουμπίνι ήταν ξεκάθαρο στο νου του, μεγάλο σαν το νύχι του αντίχειρά του, σκούρο σαν στάλα αίμα, λαμπερό σαν πορφυρό μάτι. Σίγουρα είχε περισσότερα δικαιώματα πάνω του απ’ ό,τι οι Άες Σεντάι και το πετράδι πρέπει να άξιζε όσο δέκα αγροκτήματα στην πατρίδα.

Μάλλον θα πουν ότι κι αυτό είναι μιασμένο. Και πιθανότατα ήταν. Πάντως, έπλεξε στο νου του μια φαντασίωση, ότι έδινε, λέει, το ρουμπίνι στους Κόπλιν με αντάλλαγμα τα καλύτερα κτήματά τους. Εκείνη η οικογένεια —ταραξίες από γεννησιμιού τους και μερικοί ήταν κι από πάνω κλέφτες και ψεύτες― άξιζε ό,τι την έβρισκε κι ακόμα χειρότερα. Αλλά μέσα του δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι Άες Σεντάι θα του το επέστρεφαν και, στην περίπτωση που του το επέστρεφαν, δεν θα του άρεσε η ιδέα ότι θα το κουβαλούσε τόσο μακριά, ίσαμε το Πεδίο του Έμοντ. Και η σκέψη ότι θα αποκτούσε το μεγαλύτερο αγρόκτημα στους Δύο Ποταμούς δεν ήταν πιο τόσο συναρπαστική όσο άλλοτε. Κάποτε αυτή ήταν η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, αυτή και επίσης να γινόταν γνωστός ως ίσος του πατέρα του στο εμπόριο αλόγων. Τώρα φαινόταν μια πολύ ασήμαντη επιθυμία― στενόχωρη, τη στιγμή που ένας μεγάλος, πλατύς κόσμος περίμενε παραπέρα.

Αποφάσισε ότι, κατ’ αρχάς, θα έβρισκε την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Μπορεί να ξανάρθαν στα συγκαλά τους. Μπορεί να παράτησαν αυτή τη βλακεία, ότι θα γίνουν Άες Σεντάι. Δεν πίστευε ότι θα ήταν έτσι, αλλά δεν μπορούσε να φύγει δίχως να τις δει. Θα έφευγε· αυτό ήταν σίγουρο. Μια επίσκεψη σ’ αυτές, μια μέρα για να δει την πόλη, ίσως και μια παρτίδα ζάρια για να γεμίσει το πουγκί του και ύστερα θα κινούσε για κάπου, οπουδήποτε δεν θα υπήρχαν Άες Σεντάι. Πριν επιστρέψει στην πατρίδα ―θα πάω σπίτι κάποια μέρα. Κάποια μέρα, θα πάω― σκόπευε να δει λιγάκι τον κόσμο, δίχως να είναι το παιχνιδάκι κάποιας Άες Σεντάι.

Ψάχνοντας στο δίσκο για να φάει κάτι ακόμα, συνειδητοποίησε κατάπληκτος ότι δεν είχε μείνει τίποτα, εκτός από λάδια και λίγα τρίματα ψωμιού και τυριού. Και οι δύο κανάτες ήταν άδειες. Περιεργάστηκε με έκπληξη το στομάχι του. Με όλα αυτά μέσα του, θα έπρεπε να ήταν γεμάτος ως τα αυτιά, αλλά ένιωθε σαν να μην είχε φάει σχεδόν τίποτα. Τσίμπησε τα τελευταία κομματάκια του τυριού, χρησιμοποιώντας το δείκτη και τον αντίχειρά του. Πριν το χέρι φτάσει στο στόμα του, πάγωσε.

Φύσηξα το Κέρας τον Βαλίρ. Σφύριξε απαλά ένα σκοπό και μετά του κόπηκε απότομα, όταν κατάλαβε τα λόγια:

Είμαι κάτω, στον πάτο του πηγαδιού. Είναι νύχτα και πέφτει βροχή. Τα τοιχώματα γκρεμίζονται και δεν έχω σκοινί να σκαρφαλώσω. Είμαι κάτω, στον πάτο του πηγαδιού.

«Θα σου δείξω εγώ, έτσι και δεν έχει σκοινί», ψιθύρισε. Άφησε τα τρίμματα του τυριού να πέσουν στο δίσκο. Για μια στιγμή, ένιωσε πάλι άρρωστος. Προσπάθησε, αποφασιστικά, να βάλει το νου του να δουλέψει, πάσχισε να διαπεράσει την καταχνιά που τύλιγε τα πάντα μέσα στο κεφάλι του.

Η Βέριν έφερνε το Κέρας στην Ταρ Βάλον, αλλά ο Ματ δεν θυμόταν αν η Άες Σεντάι ήξερε πως το είχε ηχήσει ο ίδιος. Η Βέριν δεν είχε πει τίποτα που να αφήνει να εννοηθεί τέτοιο πράγμα. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Του φαινόταν πως ήταν βέβαιος. Ε, και τι έγινε αν το ξέρει; Αν το ξέρουν όλες; Αν η Βέριν δεν έκανε κάτι που αγνοώ, έχουν το Κέρας. Εμένα δεν με χρειάζονται. Μα ποιος μπορούσε να πει τι να πίστευαν οι Άες Σεντάι ότι χρειάζονταν;

«Άμα ρωτήσουν», είπε βλοσυρά, «εγώ ούτε που το ακούμπησα. Αν ξέρουν... Αν ξέρουν, τότε θα... θα δω τι θα κάνω. Που να καώ, δεν μπορεί να θέλουν κάτι από μένα. Δεν μπορεί!»

Ένα μαλακό χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σηκωθεί στα τρεμάμενα πόδια του, έτοιμος να τρέξει ― αν υπήρχε κάποιο μέρος να τρέξει και αν μπορούσε να κάνει πάνω από τρία βήματα. Αλλά δεν υπήρχε τέτοιο μέρος και δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Η πόρτα άνοιξε.

20

Επισκέψεις

Η γυναίκα που μπήκε μέσα, φορώντας κατάλευκα μετάξια και ασήμι, έκλεισε την πόρτα και έγειρε πάνω της, για να τον εξετάσει με τα πιο μαύρα μάτια που είχε δει ποτέ ο Ματ. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ματ σχεδόν λησμόνησε να ανασάνει ― τα μαλλιά της ήταν σκοτεινά, σαν τη νύχτα, δεμένα με μια λεπτοδουλεμένη, ασημένια κορδέλα. Είχε τόση χάρη, όπως έγερνε έτσι, όση θα είχε μια άλλη γυναίκα χορεύοντας. Κάπως του πέρασε από το νου ότι την ήξερε, αλλά απόδιωξε αμέσως την ιδέα. Κανένας άντρας δεν θα ξεχνούσε τέτοια γυναίκα.