Ξαφνικά, το γαργάλημα και ο πονοκέφαλος χάθηκαν και το κεφάλι της Σελήνης γύρισε απότομα, σαν να άκουγε κάτι πέρα από τους τοίχους. Έδειξε να κατσουφιάζει λιγάκι και κατέβασε το χέρι. Το κατσούφιασμα έφυγε. «Θα ξαναμιλήσουμε, Ματ. Έχω πολλά να σου πω. Θυμήσου τις επιλογές σου. Θυμήσου ότι υπάρχουν πολλά χέρια που θα ήθελαν να σε σκοτώσουν. Εγώ μόνο εγγυώμαι τη ζωή σου και όλα όσα αναζητάς, αν κάνεις αυτό που λέω». Ξεγλίστρησε από την πόρτα με την ίδια σιωπή και χάρη που είχε μπει.
Ο Ματ άφησε να βγει μακρόσυρτη η ανάσα του. Στο πρόσωπό του κυλούσε ο ιδρώτας. Για το Φως, ποια είναι αυτή; Σκοτεινόφιλη, ίσως. Μόνο που φαινόταν να περιφρονεί εξίσου τον Μπα’άλζαμον και τις Άες Σεντάι. Οι Σκοτεινόφιλοι μιλούσαν για τον Μπα’άλζαμον όπως ο υπόλοιπος κόσμος μιλούσε για τον Δημιουργό. Και δεν του είχε ζητήσει να κρατήσει την επίσκεψή της κρυφή από τις Άες Σεντάι.
Ναι, πώς, σκέφτηκε ξινά. Με το συμπάθιο, Άες Σεντάι, αλλά ήρθε να με βρει μια γυναίκα. Δεν ήταν Άες Σεντάι, αλλά μου φαίνεται ότι έκανε να χρησιμοποιήσει πάνω μου τη Μία Δύναμη και είπε ότι δεν ήταν Σκοτεινόφιλη, αλλά ότι σκοπεύετε να με εκμεταλλευτείτε και το Μαύρο Άτζα είναι στον Πύργο σας. Α, κι επίσης είπε ότι είμαι σημαντικός. Δεν ξέρω γιατί. Δεν σας πειράζει να φύγω τώρα, έτσι δεν είναι;
Με κάθε λεπτό που περνούσε, η αναχώρηση φαινόταν όλο και πιο καλή ιδέα. Κατέβηκε αδέξια από το κρεβάτι και πλησίασε με ασταθή βήματα την ντουλάπα, σφίγγοντας ακόμα την κουβέρτα πάνω του. Οι μπότες του ήταν στο δάπεδο της ντουλάπας και ο μανδύας του σε ένα κρεμαστάρι, κάτω από τη ζώνη του, μαζί με ένα πουγκί και ένα μαχαίρι στη θήκη της ζώνης. Ήταν ένα απλό μαχαίρι, σαν αυτά που έφτιαχναν στα χωριά, με γερή λεπίδα, αλλά θα τον βόλευε όσο κι ένα καλό εγχειρίδιο. Τα υπόλοιπα ρούχα του —δύο χοντρά, μάλλινα σακάκια, τρία ζευγάρια φαρδιά παντελόνια, πέντε-έξι λινά πουκάμισα και ασπρόρουχα― ήταν όπως έπρεπε, βουρτσισμένα ή πλυμένα και προσεκτικά διπλωμένα στα ράφια, που καταλάμβαναν τη μια πλευρά της ντουλάπας. Ψηλάφισε το σακίδιο που κρεμόταν από τη ζώνη, μα ήταν άδειο. Τα περιεχόμενά του βρίσκονταν ανακατωμένα σε ένα ράφι, μαζί με ό,τι άλλο υπήρχε στις τσέπες του.
Παραμέρισε το πούπουλο ενός κοκκινογέρακου, μια λεία, ριγωτή πέτρα της οποίας τα χρώματα του άρεσαν, το ξυράφι του, το μικρό του μαχαίρι με την κοκάλινη λαβή και ξέμπλεξε από τις κουλούρες της εφεδρικής χορδής του ένα δερμάτινο πουγκί. Όταν το άνοιξε, βρήκε ότι, σε αυτή την περίπτωση, η μνήμη του, δυστυχώς, είχε πει την αλήθεια.
«Δύο ασημένια μάρκα και μια χούφτα χάλκινα», μουρμούρισε. «Δεν θα πάω μακριά με τόσα». Κάποτε θα του φαίνονταν μια μικρή περιουσία, αλλά αυτό πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ.
Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε πάλι το ράφι. Πού είναι; Φοβήθηκε μήπως οι Άες Σεντάι τα είχαν πετάξει, όπως θα έκανε η μητέρα του, αν τα έβρισκε. Πού...; Ένιωσε να τον πλημμυρίζει ανακούφιση. Στο βάθος, πίσω από το κουτί με την ίσκα και το κουβάρι με το νήμα για παγίδες και τα λοιπά, ήταν οι δύο δερμάτινες θήκες των ζαριών του.
Τα ζάρια κουδούνισαν, μα αυτός άνοιξε τα σφιχτά, στρογγυλά καπάκια έτσι κι αλλιώς. Όλα ήταν κανονικά. Πέντε ζάρια με χαραγμένα τα σύμβολα για κορώνες και πέντε με χαραγμένες βούλες. Εκείνα με τις βούλες χρησιμοποιούνταν σε αρκετά παιχνίδια, αλλά οι περισσότεροι έπαιζαν κυρίως κορώνες. Με αυτά τα ζάρια, τα δύο μάρκα του θα έφταναν για να φύγει μακριά από την Ταρ Βάλον. Μακριά κι από τις Άες Σεντάι κι από τη Σελήνη.
Ακούστηκε ένα αυστηρό χτύπημα και η πόρτα αμέσως άνοιξε. Ο Ματ γύρισε. Μέσα έμπαιναν η Έδρα της Αμερλιν και η Τηρήτρια των Χρονικών. Θα τις αναγνώριζε ακόμα και χωρίς το πλατύ, ριγωτό επιτραχήλιο της Άμερλιν και το πιο στενό, γαλάζιο επώμιο της Τηρήτριας. Τις είχε δει μια φορά, μια φορά μονάχα, μακριά από την Ταρ Βάλον, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτές τις δύο γυναίκες, που ήταν οι ισχυρότερες μεταξύ των Άες Σεντάι.
Η Άμερλιν ύψωσε τα φρύδια, βλέποντας τον Ματ να στέκεσαι εκεί, με την κουβέρτα να κρέμεται από τους ώμους, με το πουγκί και τις ζαροθήκες στα χέρια του. «Νομίζω ότι θα περάσει καιρός μέχρι να τα χρειαστείς ξανά αυτά, παιδί μου», είπε ξερά. «Βάλ’ τα πάλι στη θέση τους και έλα στο κρεβάτι, πριν σωριαστείς χάμω».
Εκείνος κοντοστάθηκε, η πλάτη του σφίχτηκε, αλλά τα γόνατά του διάλεξαν εκείνη τη στιγμή για να τρεμουλιάσουν και οι δύο Άες Σεντάι τον ατένιζαν — τα γαλάζια μάτια της μιας και τα μαύρα της άλλης έμοιαζαν να διαβάζουν κάθε ανυπότακτη σκέψη του. Έκανε ό,τι του είπαν, κρατώντας την κουβέρτα γύρω του με τα δύο χέρια. Ξάπλωσε με το κορμί ίσιο, σαν σανίδα, αβέβαιος για το χι άλλο θα μπορούσε να κάνει.