Выбрать главу

«Πώς νιώθεις;» ρώτησε κοφτά η Άμερλιν, καθώς ακουμπούσε το κεφάλι του. Τον διέτρεξε μια ανατριχίλα. Άραγε, είχε κάνει κάτι με τη Μία Δύναμη, ή μήπως ο Ματ ένιωσε τα ρίγη επειδή τον είχε αγγίξει μια Άες Σεντάι;

«Μια χαρά», της είπε. «Και, μάλιστα, είμαι έτοιμος να φύγω. Μόνο να αποχαιρετήσω την Εγκουέν και τη Νυνάβε, αν επιτρέπετε και θα σας αδειάσω τη γωνιά... Εννοώ, να πηγαίνω... ε, Μητέρα». Η Μουαραίν και η Βέριν δεν έδειχναν να νοιάζονται για τον τρόπο που μιλούσε, αλλά στο κάτω-κάτω αυτή εδώ ήταν η Έδρα της Άμερλιν.

«Σαχλαμάρες», είπε η Άμερλιν. Τράβηξε από την άλλη μεριά την καρέκλα με την ψηλή ράχη, πιο κοντά στο κρεβάτι και κάθισε, μιλώντας στη Ληάνε. «Οι άντρες πάντα αρνούνται να παραδεχτούν ότι είναι άρρωστοι, παρά μόνο όταν είναι τόσο άρρωστοι, που χρειάζεται να κάνουν διπλή δουλειά οι γυναίκες. Μετά βιάζονται να ισχυριστούν ότι είναι καλά, με το ίδιο αποτέλεσμα».

Η Τηρήτρια έριξε μια ματιά στον Ματ και ένευσε. «Ναι, Μητέρα, αλλά αυτός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι καλά, τη στιγμή που μετά βίας μπορεί να σταθεί όρθιος. Τουλάχιστον, έφαγε ό,τι υπήρχε στο δίσκο».

«Θα ξαφνιαζόμουν αν είχε αφήσει ψίχουλα για να χορτάσει έστω κι ένας σπίνος. Και πεινάει ακόμα, αν δεν κάνω λάθος».

«Μπορώ να πω να του φέρουν μια πίτα, Μητέρα. Ή μερικά γλυκά».

«Όχι, νομίζω ότι έφαγε όσο μπορεί να αντέξει προς το παρόν. Αν τα βγάλει, δεν γίνεται τίποτα».

Ο Ματ μούτρωσε. Του φαινόταν ότι, όταν αρρώσταινες, γινόσουν αόρατος στις γυναίκες, εκτός από τη στιγμή που επέλεγαν να σου μιλήσουν απευθείας. Και τότε αφαιρούσαν δέκα χρόνια από την ηλικία σου. Η Νυνάβε, η μητέρα του, οι αδελφές του, η Έδρα της Άμερλιν, όλες το ίδιο έκαναν.

«Δεν πεινάω καθόλου», ανακοίνωσε. «Είμαι καλά. Αν με αφήσετε να βάλω τα ρούχα μου, θα σας δείξω πόσο καλά είμαι. Θα φύγω από δω ήσυχα, πριν το καταλάβετε». Τώρα και οι δύο τον κοίταζαν. Ξερόβηξε. «Ε... Μητέρα».

Η Αμερλιν ξεφύσησε. «Έφαγες φαγητό για πέντε και θα τρως έτσι τρεις-τέσσερις φορές τη μέρα, για πολλές μέρες ακόμα, αλλιώς θα πεθάνεις της πείνας. Μόλις Θεραπεύτηκες από ένα σύνδεσμο με το κακό που σκότωσε κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί της Αριντόλ, που δεν έχασε καθόλου τη δύναμή του τα δύο χιλιάδες χρόνια που περίμενε να το μαζέψεις. Σε σκότωνε αναπότρεπτα, όπως σκότωσε και εκείνους. Αυτό εδώ, παιδί μου, δεν είναι σαν να σου καρφώθηκε ψαροκόκαλο στο δάχτυλο. Παραλίγο να σε σκοτώναμε κι εμείς οι ίδιες, στην προσπάθειά μας να σε σώσουμε».

«Δεν πεινάω», πείσμωσε αυτός. Το στομάχι του γουργούρισε ηχηρά, διαψεύδοντάς τον.

«Σε κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε είδα», είπε η Άμερλιν. «Ήξερα, από τότε, ότι θα το σκάσεις σαν τρομαγμένο ψαροπούλι, αν σου φαινόταν ότι κάποιος προσπαθεί να σε κρατήσει στο κλουβί. Πάλι καλά που έλαβα τα μέτρα μου».

Αυτός τις κοίταξε επιφυλακτικά. «Μέτρα;» Αυτές του ανταπέδωσαν το βλέμμα με κάθε γαλήνη. Ένιωσε ότι οι ματιές τους τον κάρφωναν στο κρεβάτι.

«Το όνομά σου και η περιγραφή σου οδεύουν προς τους φρουρούς της πύλης», είπε η Άμερλιν, «και τους υπεύθυνους του λιμανιού. Θα προσπαθήσω να μη σε κρατήσω μέσα στον Πύργο, αλλά δεν θα φύγεις από την Ταρ Βάλον, αν δεν γιατρευτείς. Σε περίπτωση που προσπαθήσεις να κρυφτείς στην πόλη, η πείνα θα σε οδηγήσει πάλι εδώ, στο τέλος κι αν όχι, θα σε βρούμε πριν πεθάνεις της πείνας».

«Γιατί θέλετε τόσο πολύ να με κρατήσετε εδώ;» ζήτησε να μάθει. Άκουσε τη φωνή της Σελήνης. Θέλουν να σε χρησιμοποιήσουν. «Τι σας νοιάζει αν λιμοκτονήσω ή όχι; Θα βρω φαΐ μόνος μου».

Η Άμερλιν άφησε ένα γελάκι, που δεν έδειχνε ιδιαίτερη ευθυμία. «Με δύο ασημένια μάρκα και μια χούφτα χάλκινα, παιδί μου; Θα πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη τύχη στα ζάρια για να πληρώσεις το φαγητό που θα χρειαστείς τις επόμενες μέρες. Δεν Θεραπεύουμε ανθρώπους για να τους αφήσουμε μετά να χαραμίσουν τον κόπο μας πεθαίνοντας, ενώ ακόμα χρειάζονται περίθαλψη. Πέραν τούτου, μπορεί να χρειαστείς κι άλλη Θεραπεία».

«Κι άλλη; Είπες ότι με Θεραπεύσατε. Γιατί να χρειαστώ κι άλλη;»

«Παιδί μου, κουβαλούσες αυτό το εγχειρίδιο επί μήνες. Πιστεύω ότι βγάλαμε από μέσα σου κάθε ίχνος του, αλλά, αν μας ξέφυγε έστω και ο μικρότερος κόκκος του, πάλι μπορεί να αποβεί μοιραίο. Και ποιος, άραγε, ξέρει τι συνέπειες μπορεί να έχει το γεγονός ότι ήταν στην κατοχή σου τόσο καιρό; Σε μισό χρόνο από τώρα, σε ένα χρόνο, ίσως εύχεσαι να είχες μια Άες Σεντάι να σε Θεραπεύσει πάλι».

«Θέλεις να μείνω εδώ ένα χρόνο;» είπε χωρίς να πιστεύει στα αυτιά του, με δυνατή φωνή. Η Ληάνε σάλεψε από τη θέση της και του έριξε μια αιχμηρή ματιά, αλλά τα γαλήνια χαρακτηριστικά της Άμερλιν δεν ταράχτηκαν.