Выбрать главу

Ο Ματ δεν αντίκρισε το βλέμμα της. Εξέταζε τα δάχτυλά του, καθώς σκάλιζαν με ενόχληση την κουβέρτα. «Δεν είμαι ήρωας. Κάνω αυτό που πρέπει να γίνει, αλλά δεν είμαι ήρωας».

«Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που λέμε ήρωες, απλώς έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει. Φαντάζομαι να είναι αρκετό. Προς το παρόν. Δεν πρέπει να μιλήσεις για το Κέρας σε κανέναν άλλο, εκτός από μένα, παιδί μου. Ούτε για το σύνδεσμό σου με αυτό».

Προς το παρόν; σκέφτηκε αυτός. Μόνο αυτό θα σου δώσω, είτε τώρα είτε άλλοτε. «Μα τις στάχτες, δεν θα πάω να πω σε όλο τον —» Εκείνη σήκωσε τα φρύδια κι ο Ματ ξαναμίλησε με ήρεμο τόνο. «Δεν θέλω να το πω σε κανέναν. Μακάρι να μην το ήξερε κανείς. Γιατί θέλεις να το κρατήσεις κρυφό; Δεν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι σου;»

Για μια στιγμή, που φάνηκε ατέλειωτη, πίστεψε ότι το είχε παρατραβήξει. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι είχε σκληρύνει και το βλέμμα της μπορούσε να σμιλέψει λαβή τσεκουριού.

«Αν ήταν στο χέρι μου να το ξέρουμε μόνο εγώ κι εσύ», του είπε ψυχρά, «θα το έκανα. Όσο περισσότεροι ξέρουν κάτι τέτοιο τόσο περισσότερο εξαπλώνεται αυτή η γνώση, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις. Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι το Κέρας του Βαλίρ είναι μονάχα θρύλος κι αυτοί που ξέρουν κάτι παραπάνω, πιστεύουν ότι οι Κυνηγοί ακόμα δεν το έχουν βρει. Μα το Σάγιολ Γκουλ ξέρει ότι βρέθηκε κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν τουλάχιστον κάποιοι Σκοτεινόφιλοι που γνωρίζουν. Όμως, δεν ξέρουν που είναι κι αν το Φως λάμψει πάνω μας, δεν θα ξέρουν ούτε ότι το φύσηξες εσύ. Στ’ αλήθεια, θέλεις να σε κυνηγούν Σκοτεινόφιλοι; Ημιάνθρωποι ή άλλοι Σκιογέννητοι; Θέλουν το Κέρας. Σίγουρα το ξέρεις αυτό. Το Κέρας λειτουργεί και για τη Σκιά, όπως και για το Φως. Μα για να λειτουργήσει γι’ αυτούς, πρέπει να σε πιάσουν, ή να σε σκοτώσουν. Θέλεις να το διακινδυνέψεις;»

Ο Ματ ευχήθηκε να είχε άλλη μια κουβέρτα, ίσως κι ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας. Το δωμάτιο, ξαφνικά, του φαινόταν παγωμένο. «Θέλεις να μου πεις ότι οι Σκοτεινόφιλοι θα έρθουν εδώ πέρα για να με βρουν; Νόμιζα ότι ο Λευκός Πύργος μπορούσε να σταματήσει τους Σκοτεινόφιλους ώστε να μην μπορούν να περάσουν». Θυμήθηκε τι είχε πει η Σελήνη για το Μαύρο Άτζα και αναρωτήθηκε τι θα έλεγε γι’ αυτό η Άμερλιν.

«Καλός λόγος για να μείνεις, δεν συμφωνείς;» Σηκώθηκε όρθια και έσιαξε τα φουστάνια της. «Αναπαύσου, παιδί μου. Σε λίγο θα νιώσεις καλύτερα. Αναπαύσου». Έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της.

Ο Ματ έμεινε πολλή ώρα να ατενίζει το ταβάνι. Μόλις που πρόσεξε τη γυναίκα, που ήρθε με ένα κομμάτι πίτα και μια ακόμα κανάτα με γάλα και πήρε μαζί της το δίσκο με τα άδεια πιάτα. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά όταν μύρισε τη ζεστή μοσχοβολιά των μήλων και των μυρωδικών, αλλά ο Ματ δεν έδωσε σημασία. Η Άμερλιν νόμιζε πως τον κρατούσε σαν πρόβατο στο μαντρί. Και η Σελήνη... Για το Φως, ποια είναι; Τι γυρεύει; Η Σελήνη σε μερικά είχε δίκιο· αλλά η Άμερλιν του είχε πει ότι σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει, καθώς και το πώς. Κατά κάποιον τρόπο. Οι εξηγήσεις της είχαν αρκετά κενά κι αυτό δεν του άρεσε, τόσα κενά που από κει χωρούσε να περάσει κάτι θανάσιμο. Η Άμερλιν ήθελε κάτι και η Σελήνη ήθελε κάτι και ο Ματ ήταν το σκοινί που τραβούσαν μεταξύ τους. Του φαινόταν ότι θα προτιμούσε να τα βάλει με Τρόλοκ, παρά να μπει ανάμεσα σε αυτές τις δύο.

Σίγουρα υπήρχε κάποια έξοδος από την Ταρ Βάλον, τρόπος να ξεφύγει από τα βρόχια και των δύο. Από τη στιγμή που θα βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού, θα μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια των Άες Σεντάι ― και της Σελήνης και των Σκοτεινόφιλων, επίσης. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Σίγουρα υπήρχε τρόπος. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να το σκεφτεί απ’ όλες τις πλευρές. Η πίτα στο τραπέζι κρύωνε.

21

Ένας Κόσμος Ονείρων

Η Εγκουέν σκούπιζε τα χέρια της με μια πετσέτα, καθώς έτρεχε στον αχνά φωτισμένο διάδρομο. Τα είχε πλύνει δύο φορές, αλλά ακόμα ένιωθε τη λίγδα. Δεν είχε φανταστεί ότι υπήρχαν τόσες κατσαρόλες στον κόσμο. Και σήμερα ήταν μέρα για ψήσιμο, έτσι είχε να κουβαλήσει και στάχτη με τους κουβάδες από τους φούρνους. Και να καθαρίσει τις σχάρες. Και να τρίψει με ψιλή άμμο τα τραπέζια, μέχρι να γίνουν κάτασπρα, σαν κόκαλα και να σφουγγαρίσει τα πατώματα πεσμένη στα τέσσερα. Στάχτες και λίγδες λέκιαζαν το λευκό φόρεμά της. Την πονούσε η πλάτη της και ήθελε να ξαπλώσει, αλλά η Βέριν είχε έρθει στο μαγειρείο, υποτίθεται για να πάρει φαγητό στα διαμερίσματά της και περνώντας από δίπλα της, της είχε ψιθυρίσει να πάει να τη βρει.

Η Βέριν είχε τα διαμερίσματά της πάνω από τη βιβλιοθήκη, σε διαδρόμους που χρησιμοποιούσαν μόνο κάποιες άλλες Καφέ αδελφές. Εκεί οι προθάλαμοι είχαν μια σκονισμένη όψη, λες και οι γυναίκες που έμεναν εκεί ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα πράγματα και δεν έκαναν τον κόπο να καλούν τακτικά υπηρέτριες, ενώ οι διάδρομοι έκαναν αλλόκοτες στροφές και γύρες και μερικές φορές κατηφόριζαν ή υψώνονταν απρόσμενα. Τα υφαντά ήταν λιγοστά και μουντά, ίσως επειδή τα καθάριζαν σπανίως, όπως και κάθε τι άλλο εδώ. Πολλά από τα φανάρια δεν ήταν αναμμένα και ο χώρος ήταν βυθισμένος στο ημίφως. Η Εγκουέν σκεφτόταν πως ήταν μόνη της εκεί, με μόνη εξαίρεση κάποια στιγμιαία λευκή λάμψη μπροστά της, που ίσως να ήταν κάποια μαθητευόμενη, ή υπηρέτρια, που έτρεχε στις αγγαρείες της. Τα παπούτσια της άφηναν ξερούς κρότους πάνω στα γυμνά, ασπρόμαυρα πλακάκια του δαπέδου και αντηχούσαν ολόγυρα. Δεν ήταν ένα ευχάριστο μέρος για να σκέφτεσαι το Μαύρο Άτζα.