Выбрать главу

Βρήκε αυτό για το οποίο της είχε πει η Βέριν να έχει το νου της. Μια σκοτεινή πόρτα βρισκόταν πάνω σε μια ανηφόρα, πλάι σε ένα σκονισμένο υφαντό ενός έφιππου βασιλιά που δεχόταν την παράδοση ενός άλλου βασιλιά. Η Βέριν είχε πει τα ονόματα των δύο τους —άντρες που είχαν πεθάνει εκατοντάδες χρόνια πριν γεννηθεί ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος· η Βέριν πάντα έμοιαζε να ξέρει τέτοια πράγματα― αλλά η Εγκουέν δεν θυμόταν τα ονόματά τους, ή τις από καιρό χαμένες χώρες που κυβερνούσαν. Ήταν, όμως, το μόνο υφαντό που είχε δει να ταιριάζει με την περιγραφή που είχε δώσει η Βέριν.

Τώρα που δεν ακούγονταν τα βήματά της, ο διάδρομος έμοιαζε ακόμα πιο άδειος και απειλητικός. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε βιαστικά, ευθύς μόλις ακούστηκε ένα αφηρημένο «ποιος είναι; Μπες μέσα».

Κάνοντας ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, σταμάτησε και κοίταξε προσεχτικά γύρω της. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια, με εξαίρεση μια πόρτα, που πρέπει να οδηγούσε στα μέσα δωμάτια κι επίσης τα σημεία όπου κρέμονταν γεωγραφικοί χάρτες, συχνά κατά στρώματα, καθώς και χάρτες του νυχτερινού ουρανού. Αναγνώρισε τα ονόματα μερικών αστερισμών —ο Ζευγάς και η Αχυράμαξα, ο Τοξότης και οι Πέντε Αδελφές― μα οι άλλοι της ήταν άγνωστοι. Σχεδόν κάθε λεία επιφάνεια ήταν σκεπασμένη με βιβλία, χαρτιά και πάπυρους, με κάθε λογής αντικείμενα ανάμεσα στις στοίβες και μερικές φορές πάνω τους. Παράξενα γυάλινα ή μεταλλικά αντικείμενα, σφαίρες και σωλήνες που ενώνονταν, κύκλοι μέσα σε κύκλους, όλα αυτά ανάμεσα σε κόκαλα και κρανία κάθε μορφής και σχήματος. Κάτι που έμοιαζε με ταριχευμένη, καφέ κουκουβάγια, όχι πολύ μεγαλύτερη από τον καρπό της Εγκουέν, στεκόταν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ξασπρισμένο κρανίο σαύρας, αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτό, επειδή το κρανίο ήταν μεγάλο σαν το βραχίονά της και είχε στραβά δόντια, μακριά όσο τα δάχτυλα της. Τυχαία εδώ κι εκεί ήταν τοποθετημένα κεριά, που αλλού έριχναν δυνατό φως κι αλλού σκιές, παρ’ όλο που σε μερικά σημεία υπήρχε κίνδυνος να πάρουν φωτιά τα χαρτιά. Η κουκουβάγια ανοιγόκλεισε τα μάτια και η Εγκουέν τινάχτηκε ξαφνιασμένη.

«Α, ναι», είπε η Βέριν. Καθόταν πίσω από ένα τραπέζι, γεμάτο όπως κάθε τι άλλο στο δωμάτιο, κρατώντας προσεκτικά μια σχισμένη σελίδα. «Εσύ είσαι. Ναι». Πρόσεξε τη λοξή ματιά που έριξε η Εγκουέν στην κουκουβάγια και είπε αφηρημένα: «Διώχνει τα ποντίκια. Μασουλάνε το χαρτί». Έδειξε με μια χειρονομία ολόκληρο το δωμάτιο και τούτη η κίνηση της θύμισε το φύλλο που κρατούσε. «Τι συναρπαστικό. Η Ρόσελ του Έσαμ ισχυρίζεται ότι πάνω από εκατό σελίδες διασώθηκαν από το Τσάκισμα και κάτι πρέπει να ξέρει, δεδομένου ότι έγραψε μόλις διακόσια χρόνια αργότερα, αλλά μόνο αυτό το κομμάτι σώζεται, εξ όσων γνωρίζω. Ίσως μονάχα αυτό το αντίτυπο. Η Ρόσελ έγραφε ότι εδώ υπήρχαν μυστικά τα οποία ο κόσμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και ότι δεν θα μιλούσε απροκάλυπτα γι’ αυτά. Διάβασα χίλιες φορές αυτή τη σελίδα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι εννοούσε».

Η μικρή κουκουβάγια ανοιγόκλεισε πάλι τα μάτια στην Εγκουέν. Εκείνη προσπάθησε να μην την κοιτάζει. «Τι λέει, Βέριν Σεντάι;»

Η Βέριν βλεφάρισε, σχεδόν όπως και η κουκουβάγια. «Τι λέει; Πρόσεξε, είναι μια απευθείας μετάφραση και μοιάζει σαν βάρδος που απαγγέλλει σε Υψηλό Ρυθμό. Άκουσε. “Η Καρδιά του Σκότους. Ο Μπα’άλζαμον. Όνομα κρυμμένο μέσα σε όνομα σαβανωμένο σε όνομα. Μυστικό θαμμένο μέσα σε μυστικό αγκαλιασμένο σε μυστικό. Ο Προδότης της Ελπίδας. Ο Ισαμαήλ προδίδει κάθε ελπίδα. Η ελπίδα καίει και κορώνει. Η ελπίδα υποχωρεί μπροστά στην αλήθεια. Ένα ψέμα είναι η ασπίδα μας. Ποιος μπορεί να σταθεί ενάντια στην Καρδιά του Σκότους; Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τον Προδότη της Ελπίδας; Ψυχή της σκιάς, Ψυχή της Σκιάς, αυτός είναι —”» Σταμάτησε με έναν αναστεναγμό. «Σταματάει εδώ. Πώς το ερμηνεύεις;»

«Δεν ξέρω», είπε η Εγκουέν. «Δεν μου αρέσει».