Выбрать главу

«Άκουσα τις διαλέξεις», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν, «και τις θυμάμαι, αλλά... δεν μπορώ πρώτα να κοιμηθώ μια νύχτα;» Η στριφογυριστή ράμπα φαινόταν να μην έχει τέλος.

«Η Έδρα της Άμερλιν αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα άλλη αναμονή». Η Σέριαμ χαμογέλασε λοξά στην Εγκουέν. «Η ακριβής διατύπωσή της ήταν: “Όταν αποφασίσεις να ξεκοιλιάσεις ένα ψάρι, δεν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να σαπίσει”. Η Ηλαίην, τώρα πια, έχει περάσει από τις αψίδες και η Άμερλιν θέλει να περάσεις απόψε κι εσύ. Όχι ότι εγώ βρίσκω λόγο για τόση βιασύνη», πρόσθεσε, σχεδόν μονολογώντας, «αλλά όταν προστάζει η Άμερλιν, εμείς υπακούμε».

Η Εγκουέν άφησε σιωπηλά τη Σέριαμ να τη σέρνει στη ράμπα κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Η Νυνάβε είχε το στόμα της κλειστό γι’ αυτά που είχαν συμβεί όταν είχε γίνει Αποδεχθείσα. Δεν μιλούσε καθόλου γι’ αυτά κι έλεγε μόνο με ένα μορφασμό: «Μισώ τις Άες Σεντάι!» Την Εγκουέν την είχε πιάσει τρεμούλα όταν, πια, η ράμπα κατέληξε σε μια πλατιά αίθουσα, βαθιά κάτω από τον Πύργο, μέσα στο βράχο του νησιού.

Η αίθουσα ήταν απλή και αστόλιστη, ο ανοιχτόχρωμος βράχος, στον οποίο την είχαν σμιλέψει, ήταν λείος αλλά χωρίς καθόλου φτιασίδια και υπήρχε στην άλλη άκρη μόνο μια μεγάλη, διπλή πόρτα από σκούρο ξύλο, ψηλή και πλατιά, σαν πύλη φρουρίου και εξίσου απλή, με τις σανίδες της να είναι λειασμένες έτσι ώστε να εφαρμόζουν ακριβώς η μία με την άλλη. Τα μεγάλα φύλλα της πόρτας ήταν τοποθετημένα με τόση δεξιοτεχνία, που η Σέριαμ έσπρωξε κι άνοιξε ένα με ευκολία και τράβηξε την Εγκουέν πίσω της, σε μια μεγάλη, θολωτή αίθουσα.

«Με το πάσο σου!» είπε κοφτά η Ελάιντα. Στεκόταν στην άκρη, φορώντας το επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια, πλάι σε ένα τραπέζι όπου υπήρχαν τρία μεγάλα, ασημένια κύπελλα.

Φανάρια σε ψηλά στηρίγματα έριχναν φως στην αίθουσα και σ’ αυτό που βρισκόταν στο κέντρο, κάτω από το θόλο. Τρεις στρογγυλεμένες, ασημένιες αψίδες, αρκετά ψηλές για να περάσεις από κάτω τους, στέκονταν σε ένα χοντρό, ασημένιο δακτύλιο, με τις άκρες τους να ενώνονται εκεί που άγγιζαν το δακτύλιο. Σε καθένα από τα σημεία που οι αψίδες ενώνονταν με το δακτύλιο υπήρχε μια Άες Σεντάι, που καθόταν οκλαδόν στο γυμνό βράχο, φορώντας και οι τρεις τα επώμιά τους. Η Εγκουέν ήξερε την Αλάνα, που ήταν η αδελφή του Πράσινου Άτζα, αλλά όχι την Κίτρινη, ούτε τη Λευκή.

Με τη λάμψη του εναγκαλισμένου σαϊντάρ να τις περιβάλλει, οι τρεις Άες Σεντάι κοίταζαν προσηλωμένες τις αψίδες και μέσα στην ασημένια κατασκευή μια λάμψη, σε απάντηση, τρεμόπαιζε και δυνάμωνε. Αυτή η κατασκευή ήταν ένα τερ’ανγκριάλ και, όποιος κι αν ήταν ο ρόλος της στην Εποχή των Θρύλων, τώρα οι μαθητευόμενες περνούσαν από μέσα της για να γίνουν Αποδεχθείσες. Εντός της, η Εγκουέν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους φόβους της. Τρεις φορές. Το λευκό φως μέσα στις αψίδες δεν τρεμόπαιζε πια· έμενε μέσα τους, σαν να ήταν αιχμαλωτισμένο, αλλά γέμιζε το χώρο, τον έκανε αδιαφανή.

«Ησύχασε, Ελάιντα», είπε ήρεμα η Σέριαμ. «Σε λίγο τελειώνουμε». Στράφηκε στην Εγκουέν. «Δίνουμε τρεις ευκαιρίες στις μαθητευόμενες σ’ αυτό. Δυο φορές μπορείς να αρνηθείς να μπεις, αλλά με την τρίτη άρνηση σε αποπέμπουμε διά παντός από τον Πύργο. Συνήθως έτσι γίνεται και έχεις οπωσδήποτε το δικαίωμα να αρνηθείς, αλλά δεν νομίζω να χαρεί η Έδρα της Άμερλιν, αν το ασκήσεις».

«Δεν θα έπρεπε να της δοθεί αυτή η ευκαιρία». Η φωνή της Ελάιντα ήταν σκληρή σαν σίδερο και η έκφραση του προσώπου της δεν ήταν περισσότερο απαλή. «Δεν με νοιάζει τι δυναμικό μπορεί να κρύβει μέσα της. Θα έπρεπε να τη διώξουμε από τον Πύργο. Κι αν όχι αυτό, τότε να τη βάλουμε δέκα χρόνια να σφουγγαρίζει πατώματα».

Η Σέριαμ κοίταξε αυστηρά την Κόκκινη αδελφή. «Δεν ήσουν τόσο ανένδοτη στην περίπτωση της Ηλαίην. Απαίτησες να λάβεις μέρος σ’ αυτό, Ελάιντα —ίσως εξαιτίας της Ηλαίην― και θα παίξεις το ρόλο σου και γι’ αυτή την κοπέλα, όπως οφείλεις, αλλιώς θα φύγεις και θα βρω κάποια άλλη».

Οι δύο Άες Σεντάι έμειναν να κοιτάζονται, τόσο που η Εγκουέν δεν θα ξαφνιαζόταν, αν έβλεπε να τις τυλίγει η λάμψη της Μίας Δύναμης. Στο τέλος, η Εγκουέν τίναξε το κεφάλι και ξεφύσησε δυνατά.

«Αν πρέπει να γίνει, ας το κάνουμε. Δώσε στο αξιολύπητο κορίτσι την ευκαιρία να αρνηθεί και ας τελειώνουμε. Είναι αργά».

«Δεν θα αρνηθώ». Η φωνή της Εγκουέν έτρεμε, αλλά τη συγκράτησε και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. «Θέλω να συνεχίσω».

«Ωραία», είπε η Σέριαμ. «Ωραία. Τώρα θα σου πω δύο πράγματα που καμία γυναίκα δεν ακούει, μέχρι να σταθεί εδώ που είσαι. Από τη στιγμή που θα αρχίσεις, πρέπει να συνεχίσεις ως το τέλος. Αν αρνηθείς σε οποιοδήποτε σημείο, θα σε διώξουμε από το Λευκό Πύργο, σαν να είχες αρνηθεί για τρίτη φορά. Όταν αναζητάς, όταν αγωνίζεσαι, καταλήγεις να γνωρίσεις τον κίνδυνο». Μιλούσε σαν να τα είχε πει αυτά πολλές φορές. Το βλέμμα της είχε μια έκφραση συμπόνιας, αλλά το πρόσωπό της ήταν αυστηρό, σαν της Ελάιντα. Η συμπόνια τρόμαξε την Εγκουέν πιο πολύ απ’ την αυστηρότητα. «Μερικές γυναίκες μπήκαν και δεν ξαναβγήκαν. Όταν το τερ’ανγκριάλ αφέθηκε να καταλαγιάσει, οι γυναίκες δεν-υπήρχαν-πια... Και δεν τις ξανάδαμε ποτέ. Για να επιζήσεις, πρέπει να δείξεις σθένος. Αν δειλιάσεις, αν κάνεις πίσω, τότε...» Η έκφραση της Σέριαμ υπογράμμιζε τα λόγια της· η Εγκουέν ανατρίχιασε. «Είναι η τελευταία ευκαιρία σου. Αν αρνηθείς τώρα, θεωρείται η πρώτη φορά. Μπορείς να ξαναδοκιμάσεις άλλες δύο. Αν δεχτείς τώρα, δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν είναι ντροπή να αρνηθείς. Εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω την πρώτη μου φορά. Διάλεξε».