Δεν ξαναβγήκαν; Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι. Και πρώτα πρέπει να γίνω Αποδεχθείσα. «Δέχομαι».
Η Σέριαμ ένευσε. «Ετοιμάσου, λοιπόν».
Η Εγκουέν βλεφάρισε κι ύστερα το θυμήθηκε. Έπρεπε να μπει δίχως ρούχα. Έσκυψε για να ακουμπήσει κάτω το δεμένο μάτσο με τα χαρτιά που της είχε δώσει η Βέριν ― και δίστασε. Αν τα άφηνε εκεί, τότε η Σέριαμ ή η Ελάιντα μπορεί να τα έψαχναν, όσο η ίδια θα βρισκόταν μέσα στο τερ’ανγκριάλ. Θα έβρισκαν το μικρότερο τερ’ανγκριάλ στο θύλακο της. Αν αρνιόταν να συνεχίσει, θα μπορούσε να τα κρύψει, να τα αφήσει, ίσως, στη Νυνάβε. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της. Δεν μπορώ να αρνηθώ τώρα. Έχω ήδη αρχίσει.
«Ήδη επέλεξες να αρνηθείς, παιδί μου;» ρώτησε η Σέριαμ, σμίγοντας τα φρύδια. «Γνωρίζοντας τι σημαίνει τώρα αυτό;»
«Όχι, Άες Σεντάι», έσπευσε να πει η Εγκουέν. Ξεντύθηκε βιαστικά και δίπλωσε τα ρούχα της. Έπειτα τα ακούμπησε πάνω στο θύλακο και στα χαρτιά. Καλύτερα δεν γινόταν.
Δίπλα από το τερ’ανγκριάλ, η Αλάνα μίλησε ξαφνικά. «Υπάρχει κάποιο είδος... αντήχησης». Δεν είχε τραβήξει καθόλου το βλέμμα της από τις αψίδες. «Σχεδόν μια ηχώ. Δεν ξέρω από πού».
«Υπάρχει πρόβλημα;» ρώτησε με οξύ τόνο η Σέριαμ. Κι αυτή, επίσης, φαινόταν έκπληκτη. «Δεν στέλνω γυναίκα εκεί μέσα, αν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα».
Η Εγκουέν κοίταξε με λαχτάρα τον μπόγο των ρούχων της. Ναι, Φως μου, σε παρακαλώ, ένα πρόβλημα. Κάτι να με βοηθήσει να κρύψω αυτά τα χαρτιά, χωρίς να αρνηθώ να μπω.
«Όχι», είπε η Αλάνα. «Είναι σαν να έχεις ένα δαγκωσέμι να βουίζει γύρω από το κεφάλι σου ενώ προσπαθείς να σκεφτείς, αλλά δεν εμποδίζει. Δεν θα το ανέφερα, αλλά δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ, απ’ όσο ξέρω». Κούνησε το κεφάλι. «Τώρα χάθηκε».
«Ίσως», είπε ξερά η Ελάιντα, «κάποιες άλλες να σκέφτηκαν ότι κάτι τόσο ασήμαντο δεν χρειαζόταν να το αναφέρουν»;
«Ας συνεχίσουμε». Ο τόνος της Σέριαμ έδειχνε ότι δεν θα ανεχόταν άλλες διακοπές. «Έλα».
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα ρούχα και τα κρυμμένα χαρτιά, η Εγκουέν την ακολούθησε στις αψίδες. Κάτω από τα γυμνά της πόδια, οι πέτρες ήταν σαν πάγος.
«Ποια φέρνεις μαζί σου, Αδελφή;» είπε η Ελάιντα με επίσημο ύφος.
Συνεχίζοντας το μετρημένο βήμα της, η Σέριαμ αποκρίθηκε: «Κάποια που έρχεται ως υποψήφια για Αποδοχή, Αδελφή». Οι τρεις Άες Σεντάι γύρω από το τερ’ανγκριάλ δεν σάλεψαν.
«Είναι έτοιμη;»
«Είναι έτοιμη να αφήσει πίσω αυτό που ήταν και, περνώντας μέσα από τους φόβους της, να κερδίσει την Αποδοχή».
«Ξέρει τους φόβους της;»
«Ποτέ δεν τους αντιμετώπισε, μα τώρα είναι πρόθυμη».
«Τότε, ας αντιμετωπίσει αυτό που φοβάται». Ακόμα και μέσα στην τυπικότητα, η φωνή της Ελάιντα έδειχνε ικανοποίηση.
«Η πρώτη φορά», είπε η Σέριαμ, «είναι γι’ αυτό που υπήρξε. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε μπροστά, μέσα από αψίδα, μέσα στη λάμψη. Το φως την κατάπιε ολόκληρη.
«Πέρασε ο Τζάιμ Ντώτρυ. Ο πραματευτής έφερε παράξενα μαντάτα από το Μπάερλον».
Η Εγκουέν σήκωσε το βλέμμα από την κούνια που λίκνιζε. Στο κατώφλι στεκόταν ο Ραντ. Για μια στιγμή, ένιωσε το κεφάλι της να στριφογυρίζει. Κοίταξε τον Ραντ -ο σύζυγός μου― και το παιδί στην κούνια -η κόρη μου― και μετά πάλι πίσω, με απορία.
Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.
Δεν ήταν δική της σκέψη, αλλά μια ασώματη φωνή, που μπορεί να ήταν μέσα στο κεφάλι της αλλά μπορεί και όχι, αντρική ή γυναικεία, αλλά ατάραχη και άγνωστη. Για κάποιον λόγο, δεν της φαινόταν ξένη.
Η στιγμή της απορίας πέρασε και το μόνο για το οποίο απορούσε ακόμα ήταν γιατί της είχε φανεί ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Φυσικά και ο Ραντ ήταν ο σύζυγός της —ο όμορφος, τρυφερός σύζυγός της — και η Τζόγια η κόρη της ― το ομορφότερο και γλυκύτερο κοριτσάκι στους Δύο Ποταμούς. Ο Ταμ, ο πατέρας του Ραντ, ήταν έξω με τα πρόβατα, υποτίθεται για να μπορέσει ο Ραντ να δουλέψει στο στάβλο, αλλά στην πραγματικότητα για να έχει πιο πολύ καιρό να παίξει με την Τζόγια. Το βράδυ η μητέρα και ο πατέρας της Εγκουέν θα έρχονταν από το χωριό. Και μάλλον και η Νυνάβε, για να δει αν η μητρότητα εμπόδιζε την Εγκουέν να μελετήσει, για να αντικαταστήσει κάποια μέρα τη Νυνάβε ως Σοφία.