Выбрать главу

«Σαν τι μαντάτα;» τον ρώτησε. Ξανάρχισε να λικνίζει την κούνια και ο Ραντ πλησίασε για να χαμογελάσει στο μικροσκοπικό πλάσμα με τα μωρουδιακά. Η Εγκουέν γέλασε απαλά. Ο Ραντ ήταν τόσο μαγεμένος από την κόρη του, που συχνά δεν άκουγε τι του έλεγαν. «Ραντ; Τι μαντάτα; Ραντ;»

«Τι;» Το χαμόγελό του έσβησε. «Παράξενα μαντάτα. Πόλεμος. Ξέσπασε μεγάλος πόλεμος, που απλώθηκε σχεδόν σε όλο τον κόσμο, έτσι λέει ο Τζάιμ». Ήταν παράξενα νέα· οι ειδήσεις για πολέμους, τις πιο πολλές φορές έφταναν στους Δύο Ποταμούς μόνο πολύ καιρό αφότου είχε τελειώσει ο πόλεμος. «Λέει ότι όλοι πολεμούν με κάποιον λαό που λέγεται Σωκίν, ή Σαντσάν, κάτι τέτοιο. Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτούς».

Η Εγκουέν ήξερε — της φάνηκε ότι ήξερε... Ό,τι κι αν ήταν, έσβησε.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Δεν είναι για να ταραζόμαστε εμείς εδώ πέρα, καρδιά μου. Οι πόλεμοι δεν αγγίζουν τους Δύο Ποταμούς. Είμαστε τόσο μακριά απ’ όλους, που κανείς δεν νοιάζεται».

«Δεν ταράχτηκα. Είπε τίποτα άλλο ο Τζάιμ;»

«Τίποτα που να μπορεί να πιστέψει κανείς. Έκανε σαν να ήταν Κόπλιν. Ανέφερε ότι ο πραματευτής του είπε πως αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν Άες Σεντάι στη μάχη, αλλά μετά είπε ότι προσφέρουν χίλια χρυσά μάρκα σε όποιον τους παραδίνει Άες Σεντάι. Κι ότι σκοτώνουν όποιον κρύβει Άες Σεντάι. Δεν βγάζεις άκρη. Πάντως, εμείς δεν σκάμε. Είναι πολύ μακριά από δω».

Άες Σεντάι. Η Εγκουέν άγγιξε το κεφάλι της. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Πρόσεξε ότι ο Ραντ είχε σηκώσει το χέρι στο κεφάλι του. «Πονοκέφαλος;» τον ρώτησε.

Εκείνος ένευσε και τα μάτια του, ξαφνικά, είχαν στενέψει. «Εκείνη η σκόνη που μου έδωσε η Νυνάβε δεν φαίνεται να κάνει τίποτα τώρα τελευταία».

Η Εγκουέν δίστασε. Αυτοί οι πονοκέφαλοι του Ραντ την ανησυχούσαν. Τώρα, κάθε φορά που έρχονταν, ήταν όλο και πιο έντονοι. Και το χειρότερο ήταν κάτι που αρχικά δεν είχε προσέξει, κάτι που σχεδόν ευχόταν να μην το είχε προσέξει ποτέ. Όταν πονούσε το κεφάλι του Ραντ, λίγο μετά συνέβαιναν παράξενα πράγματα. Είχε πέσει αστραπή από ανέφελο ουρανό, που έκανε χίλια κομμάτια το πελώριο κούτσουρο της βαλανιδιάς, το οποίο ο Ραντ δυο μέρες προσπαθούσε να το ξεριζώσει για να καθαρίσουν το καινούριο χωράφι με τον Ταμ. Είχαν ξεσπάσει καταιγίδες, που η Νυνάβε δεν τις είχε ακούσει να έρχονται όταν αφουγκραζόταν τον άνεμο. Πυρκαγιές στο δάσος. Και όσο πιο βαθύς γινόταν ο πόνος του, τόσο χειρότερα τα επακόλουθα. Κανένας άλλος δεν είχε συσχετίσει αυτά τα πράγματα με τον Ραντ, ούτε καν η Νυνάβε και η Εγκουέν ένιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαιναν.

Αυτό είναι μεγάλη χαζομάρα, σκέφτηκε. Πρέπει να μάθω, για να μπορέσω να τον βοηθήσω. Είχε κι εκείνη ένα δικό της μυστικό, ένα μυστικό που την τρόμαζε, ενώ προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι σήμαινε. Η Νυνάβε της δίδασκε τα βότανα, δίδασκε την Εγκουέν για να τη διαδεχθεί ως Σοφία κάποια μέρα. Η Νυνάβε συχνά γιάτρευε με σχεδόν θαυματουργό τρόπο: πληγές θεραπεύονταν δίχως ουλή, άρρωστοι γίνονταν καλά, που είχαν το ένα πόδι στον τάφο. Αλλά τρεις φορές τώρα η Εγκουέν είχε γιατρέψει κάποιον για τον οποίο η Νυνάβε είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Τρεις φορές είχε καθίσει για να σταθεί στην τελευταία ώρα κάποιου και τον είχε δει να σηκώνεται από το νεκροκρέβατό του. Η Νυνάβε την είχε ρωτήσει με κάθε λεπτομέρεια τι είχε κάνει, ποια βότανα είχε χρησιμοποιήσει, με τι αναλογία. Ως τώρα, δεν είχε βρει το κουράγιο να παραδεχτεί ότι δεν είχε κάνει τίποτα. Κάτι πρέπει να έκανα. Τη μια φορά μπορεί να ήταν τύχη, αλλά τρεις... Πρέπει να βρω εξήγηση. Πρέπει να μάθω. Αυτό έφερε ένα βουητό μέσα στο κεφάλι της, λες και οι λέξεις αντηχούσαν μέσα στο κρανίο της. Αν μπόρεσα να κάνω κάτι γι αυτούς, ίσως μπορέσω να βοηθήσω τον άντρα μου.

«Άσε με να δοκιμάσω, Ραντ», είπε. Και όπως σηκωνόταν, μέσα από την ανοιχτή πόρτα είδε μια ασημένια αψίδα να στέκει μπροστά στο σπίτι, μια αψίδα λουσμένη με ένα λευκό φως. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος. Έκανε δυο βήματα προς την πόρτα, πριν προλάβει να σταματήσει.

Κοντοστάθηκε, κοίταξε την Τζόγια, που γουργούριζε στην κούνια της, τον Ραντ, που ακόμα ακουμπούσε το χέρι στο κεφάλι και την κοίταζε σαν να αναρωτιόταν πού πήγαινε. «Όχι», είπε. «Όχι, αυτό θέλω. Αυτό θέλω! Γιατί δεν μπορώ να το έχω κι αυτό;» Δεν καταλάβαινε τα ίδια της τα λόγια. Φυσικά, αυτό ήθελε κι αυτό είχε.