Выбрать главу

«Τι είναι αυτό που θέλεις, Εγκουέν;» ρώτησε ο Ραντ. «Αν είναι κάτι που μπορώ να σου βρω, ξέρεις ότι θα το κάνω. Αν δεν μπορώ να το βρω, θα το φτιάξω».

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Έκανε άλλο ένα βήμα, προς την εξώπορτα. Η ασημένια αψίδα την καλούσε. Κάτι περίμενε στην άλλη πλευρά. Κάτι που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Κάτι που έπρεπε να κάνει.

«Εγκουέν, θα —»

Ακούστηκε ένας γδούπος πίσω της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε τον Ραντ στα γόνατα, σκυμμένο, να αγκαλιάζει το κεφάλι του. Ο πόνος ποτέ δεν τον είχε πιάσει με τόση δύναμη. Τι θα έρθει ύστερα απ’ αυτό;

«Αχ, Φως μου!» είπε λαχανιασμένος. «Φως μου! Πονάει! Φως μου, πονάει χειρότερα από κάθε άλλη φορά! Εγκουέν;»

Δείξε σθένος.

Η αψίδα περίμενε. Κάτι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε. Προχώρησε ένα βήμα. Ήταν δύσκολο, δυσκολότερο από οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στη ζωή της. Προς τα έξω, προς την αψίδα. Πίσω της, η Τζόγια γελούσε.

«Εγκουέν; Εγκουέν, δεν μπορώ να —» Ένα δυνατό βογκητό έκοψε τα λόγια του.

Σθένος.

Ίσιωσε την πλάτη της και συνέχισε να προχωρά, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Τα βογκητά του Ραντ έγιναν κραυγή, που έπνιξε το γέλιο της Τζόγια. Με την άκρη του ματιού της, η Εγκουέν είδε τον Ταμ να έρχεται, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Δεν μπορεί να βοηθήσει, σκέφτηκε, και τα δάκρυα έγιναν δυνατά αναφιλητά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά εγώ θα μπορούσα. Θα μπορούσα.

Μπήκε στο φως, που την τύλιξε.

Μέσα σε ρίγη και αναφιλητά, η Εγκουέν βγήκε από την αψίδα, την ίδια αψίδα στην οποία είχε μπει και την πλημμύρισαν οι μνήμες, καθώς έβλεπε το πρόσωπο της Σέριαμ να την προϋπαντεί. Κρύο, καθαρό νερό ξέπλυνε τα δάκρυά της όταν η Ελάιντα της άδειασε αργά ένα ασημένιο κύπελλο πάνω στο κεφάλι. Συνέχισε να κλαψουρίζει· της φαινόταν πως δεν θα σταματούσε ποτέ.

«Πλύθηκες από τις αμαρτίες που, ίσως, έχεις κάνει», απάγγειλε η Ελάιντα, «και από εκείνες που σου έκαναν. Πλύθηκες από τα εγκλήματα που, ίσως, έχεις κάνει και από εκείνα που σου έκαναν. Ήρθες σε εμάς καθαρή και αγνή, στην καρδιά και στην ψυχή».

Φως μου, σκέφτηκε η Εγκουέν καθώς το νερό κυλούσε στο κορμί της, μακάρι να είναι έτσι. Μπορεί το νερό να ξεπλύνει αυτό που έκανα; «Το όνομά της ήταν Τζόγια», είπε στη Σέριαμ ανάμεσα στα αναφιλητά της. «Τζόγια. Τίποτα δεν αξίζει αυτό που μόλις... που εγώ...»

«Υπάρχει ένα τίμημα για να γίνεις Άες Σεντάι», απάντησε η Σέριαμ, αλλά πάλι στο βλέμμα της υπήρχε συμπόνια, πιο έντονη από πριν. «Πάντα υπάρχει ένα τίμημα».

«Ήταν αληθινό; Το ονειρεύτηκα;» Το κλαψούρισμα κατάπιε τα λόγια που ήθελε να πει. Τον παράτησα να πεθάνει; Παράτησα το μωρό μου;

Η Σέριαμ έφερε το χέρι γύρω από τους ώμους της και την οδήγησε γύρω από τον κύκλο των αψίδων. «Κάθε γυναίκα που είδα να βγαίνει από κει κάνει αυτή την ερώτηση. Η απάντηση είναι, κανένας δεν ξέρει. Υπάρχει η θεωρία ότι, ίσως, κάποιες απ’ αυτές που δεν γυρίζουν πίσω επέλεξαν να μείνουν, επειδή βρήκαν ένα πιο ευτυχισμένο μέρος και έζησαν τη ζωή τους εκεί». Η φωνή της σκλήρυνε. «Αν είναι αληθινό και έμειναν από επιλογή τους, τότε ελπίζω η ζωή που ζουν να μην είναι καθόλου ευτυχισμένη. Δεν έχω την παραμικρή συμπάθεια για εκείνες που αποφεύγουν τις ευθύνες τους». Ο τραχύς τόνος της μαλάκωσε λιγάκι. «Προσωπικά, πιστεύω ότι δεν είναι αληθινό. Μα ο κίνδυνος είναι. Μην το ξεχνάς». Σταμάτησε μπροστά στην επόμενη αψίδα, την οποία γέμιζε, επίσης, αυτή η λάμψη. «Είσαι έτοιμη;»

Η Εγκουέν σάλεψε στα πόδια της, ένευσε και η Σέριαμ τράβηξε το μπράτσο της.

«Η δεύτερη φορά είναι γι’ αυτό που υπάρχει. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Εγκουέν ένιωσε ένα ρίγος. Ό,τι κι αν συμβεί, δεν μπορεί να είναι χειρότερο από το προηγούμενο. Δεν μπορεί. Μπήκε στη λάμψη.

Χαμήλωσε το βλέμμα στο φόρεμά της, γαλάζιο μεταξωτό, κεντημένο με μαργαριτάρια, που ήταν κατασκονισμένο και σχισμένο. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τα ερείπια ενός μεγάλου παλατιού γύρω της. Το Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, στο Κάεμλυν. Το ήξερε και της ήρθε να ουρλιάξει.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Ο κόσμος δεν ήταν όπως τον ήθελε, δεν μπορούσε να τον βλέπει δίχως να της έρχονται κλάματα, μα είχε χύσει όλα τα δάκρυά της πριν από καιρό και ο κόσμος ήταν όπως ήταν. Τα ερείπια ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε ότι θα έβλεπε.