Ανάγκασε απρόθυμα τον εαυτό της να την αφήσει, έκλεισε τα μάτια και γέμισε το κενό με μια τέλεια εικόνα της Καρδιάς της Πέτρας. Αυτό ήταν το μόνο μέρος του οποίου την εικόνα μπορούσε να φανταστεί, εκτός από το κελί της. Αλλά πώς θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον έναν απρόσωπο θαλαμίσκο από τον άλλο; Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε βρεθεί εκεί. Αλλά δεν ήταν μόνη της.
Η μορφή της Τζόγια Μπύιρ στεκόταν μπροστά από το Καλαντόρ και η φιγούρα της ήταν τόσο εξαϋλωμένη, που το παλλόμενο φως του σπαθιού τη διαπερνούσε. Το κρυστάλλινο σπαθί τώρα πια δεν λαμπύριζε απλώς με κάποιο διαθλασμένο φως. Έλαμπε παλλόμενο, σαν να αποκαλυπτόταν κάποιο φως μέσα του, ύστερα να κρυβόταν πάλι και να φανερωνόταν ξανά. Η Μαύρη αδελφή τινάχτηκε έκπληκτη και στριφογύρισε για να αντιμετωπίσει την Εγκουέν. «Πώς; Είσαι αποκομμένη! Το Ονείρεμά σου τελείωσε!»
Πριν βγει η πρώτη λέξη από το στόμα της γυναίκας, η Εγκουέν ανοίχτηκε πάλι στο σαϊντάρ, ύφανε την πολύπλοκη ροή του Πνεύματος που θυμόταν ότι είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της και έκοψε την Τζόγια Μπύιρ από την Πηγή. Η Σκοτεινόφιλη γούρλωσε τα μάτια, τα άσπλαχνα εκείνα μάτια, που ήταν τόσο αταίριαστα σε τούτο το όμορφο, καλοσυνάτο πρόσωπο, αλλά η Εγκουέν ήδη ύφαινε Αέρα. Η μορφή της άλλης γυναίκας μπορεί να έμοιαζε με ομίχλη, αλλά τα δεσμά την κρατούσαν. Της Εγκουέν της φαινόταν ότι δεν ήταν καθόλου κόπος να κρατάει και τις δύο ροές στην ύφανση. Ιδρώτας φάνηκε στο μέτωπο της Τζόγια Μπύιρ, καθώς την πλησίαζε η Εγκουέν.
«Έχεις τερ’ανγκριάλ!» Ο φόβος ήταν πρόδηλος στο πρόσωπό της γυναίκας, αλλά η φωνή της πάσχιζε να τον κρύψει. «Αυτό πρέπει να είναι. Ένα τερ’ανγκριάλ που δεν το είδαμε, το οποίο δεν χρειάζεται διαβίβαση. Λες να σε βοηθήσει, κορίτσι μου; Ό,τι κι αν κάνεις εδώ, δεν μπορεί να επηρεάσει αυτά που συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο. Ο Τελ’αράν’ριοντ είναι ένα όνειρο! Όταν ξυπνήσω, θα σου πάρω εγώ η ίδια το τερ’ανγκριάλ. Πρόσεχε τι θα κάνεις, για να μην έχω λόγο να θυμώσω όταν θα έρθω στο κελί σου».
Η Εγκουέν της χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρη ότι θα ξυπνήσεις, Σκοτεινόφιλη; Αν το τερ’ανγκριάλ σου απαιτεί διαβίβαση, τότε γιατί δεν ξύπνησες αμέσως μόλις σε απόκοψα; Ίσως να μην μπορείς να ξυπνήσεις, όσο είσαι αποκομμένη εδώ». Το χαμόγελό της έσβησε· δεν άντεχε τον κόπο που χρειαζόταν για να χαμογελάσει σε αυτή τη γυναίκα. «Κάποια, κάποτε, μου είχε δείξει μια ουλή, που είχε πάθει στον Τελ’αράν’ριοντ, Σκοτεινόφιλη. Αυτό που συμβαίνει εδώ, παραμένει πραγματικό όταν ξυπνάς».
Ο ιδρώτας τώρα κυλούσε στο σφριγηλό, αγέραστο πρόσωπο της Μαύρης αδελφής. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε μήπως νόμιζε ότι θα τη σκότωνε. Σχεδόν ευχήθηκε να ήταν αρκετά άσπλαχνη για να κάνει κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα αθέατα χτυπήματα που είχε δεχτεί είχαν έρθει από αυτή τη γυναίκα, σαν γρονθοκοπήματα, δίχως άλλο λόγο παρά μόνο επειδή η Εγκουέν προσπαθούσε να απομακρυνθεί έρποντας, δίχως άλλο λόγο παρά μόνο επειδή είχε αρνηθεί να υποκύψει.
«Μια γυναίκα που μπορεί και χτυπά με αυτό τον τρόπο», είπε, «δεν θα είχε αντίρρηση για κάτι ελαφρύτερο». Ύφανε γρήγορα άλλη μια ροή Αέρα· τα μαύρα μάτια της Τζόγια Μπύιρ γούρλωσαν, σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει όταν δέχτηκε το πρώτο χτύπημα στο γοφό της. Η Εγκουέν είδε πώς έπρεπε να προσαρμόσει την ύφανση, ώστε να μη χρειάζεται να τη διατηρεί με συνεχή προσπάθεια. «Αυτό θα το θυμάσαι και θα το νιώθεις όταν ξυπνήσεις. Όταν σου επιτρέψω να ξυπνήσεις. Να θυμάσαι και κάτι άλλο. Αν ποτέ κάνεις ότι με χτυπάς, θα σε ξαναφέρω εδώ και θα σε αφήσω ολόκληρη τη ζωή σου!» Τα μάτια της Μαύρης αδελφή την κοίταξαν με μίσος, αλλά είχαν, επίσης, και ένα ίχνος από δάκρυα.
Η Εγκουέν ένιωσε ντροπή για μια στιγμή. Όχι γι’ αυτό που έκανε στην Τζόγια —της γυναίκας αυτής της άξιζε κάθε χτύπημα, αν όχι για τον ξυλοδαρμό της Εγκουέν, τότε για τους θανάτους στον Πύργο― αλλά επειδή είχε σπαταλήσει χρόνο για να εκδικηθεί γι’ αυτό που είχε πάθει η ίδια, ενώ η Νυνάβε και η Ηλαίην κάθονταν σε ένα κελί και έλπιζαν, δίχως ελπίδα, ότι ίσως κατόρθωνε να τις σώσει.
Έδεσε και στερέωσε τις ροές των υφάνσεών της πριν καλά-καλά το καταλάβει και ύστερα κοντοστάθηκε για να μελετήσει τι είχε κάνει. Τρεις χωριστές υφάνσεις κι όχι μόνο δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου να τις κρατήσει όλες την ίδια στιγμή, αλλά τώρα είχε κάνει κάτι για να διατηρηθούν μόνες τους. Της φαινόταν, επίσης, ότι θυμόταν το πώς. Κι ίσως αποδεικνυόταν χρήσιμο.