Выбрать главу

Έπειτα από μια στιγμή, έλυσε μια ύφανση και η Σκοτεινόφιλη ξέσπασε σε λυγμούς, τόσο από ανακούφιση όσο και από πόνο. «Δεν είμαι σαν εσένα», είπε η Εγκουέν. «Είναι η δεύτερη φορά που κάνω τέτοιο πράγμα και δεν μου αρέσει. Καλύτερα να μάθω πώς να κόβω λαρύγγια». Κρίνοντας από το πρόσωπό της, η Μαύρη αδελφή είχε πιστέψει ότι η Εγκουέν θα άρχιζε το μάθημα μαζί της.

Η Εγκουέν έβγαλε έναν ήχο αηδίας και την άφησε να στέκεται εκεί, παγιδευμένη και αποκομμένη και έτρεξε στο δάσος που σχημάτιζαν οι κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα. Κάπου εκεί έπρεπε να υπήρχε ο δρόμος προς τα κελιά.

Ο πέτρινος διάδρομος έμεινε σιωπηλός όταν κόπηκε και η τελευταία επιθανάτια κραυγή από τα σαγόνια του Νεαρού Ταύρου, που είχαν κλείσει γύρω από το λαιμό του δίποδου, συντρίβοντάς τον. Το αίμα ήταν πικρό στη γλώσσα του.

Ήξερε ότι αυτή ήταν η Πέτρα του Δακρύου, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να πει πώς το ήξερε. Οι δίποδοι που κείτονταν ολόγυρά του —τα πόδια του ενός κλωτσούσαν για τελευταία φορά, καθώς τα δόντια του Άλτη ήταν καρφωμένα στο λαιμό του― είχαν μια δριμεία οσμή φόβου καθώς πολεμούσαν. Είχαν μια μυρωδιά σύγχυσης. Πίστευε ότι δεν ήξεραν πού ήταν —οπωσδήποτε δεν ανήκαν στο λυκίσιο όνειρο― αλλά είχαν σταλεί εκεί για να τον εμποδίσουν να περάσει από την ψηλή πόρτα με τη σιδερένια κλειδωνιά, που ήταν εκεί μπροστά του. Ή τουλάχιστον για να τη φυλάνε. Είχαν φανεί έκπληκτοι βλέποντας λύκους. Του φάνηκε ότι ήταν έκπληκτοι που είχαν βρεθεί και οι ίδιοι εκεί.

Σκούπισε το στόμα και μετά κοίταξε το χέρι του για μια στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνει. Ήταν πάλι άνθρωπος. Ήταν ο Πέριν. Πίσω, στο δικό του κορμί, με το γιλέκο του σιδερά, με το βαρύ σφυρί στο πλευρό του.

Πρέπει να βιαστούμε, Νεαρέ Ταύρε. Κάτι μοχθηρό είναι κοντά.

Ο Πέριν τράβηξε το σφυρί από τη ζώνη του, καθώς πλησίαζε την πόρτα. «Η Φάιλε πρέπει να είναι εδώ». Ένα δυνατό χτύπημα διέλυσε την κλειδαριά. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά.

Το δωμάτιο ήταν άδειο και μέσα υπήρχε μόνο ένα μεγάλος, πέτρινος όγκος, σαν μονοκόμματο κρεβάτι, στο κέντρο. Η Φάιλε κείτονταν σε εκείνο το πέτρινο κρεβάτι, με τα μαύρα μαλλιά της απλωμένα σαν βεντάλια και με το σώμα τυλιγμένο σε τόσες αλυσίδες, που στην αρχή ο Πέριν δεν κατάλαβε ότι ήταν ξέντυτη. Ένα χοντρό καρφί κρατούσε κάθε αλυσίδα στην πέτρα.

Δεν κατάλαβε ότι είχε διασχίσει το δωμάτιο, παρά μόνο όταν το χέρι του άγγιξε το πρόσωπό της, αγγίζοντας τα χαρακτηριστικά της με ένα δάχτυλο.

Εκείνη άνοιξε τα μάτια και του χαμογέλασε. «Όλο ονειρευόμουν ότι θα έρθεις, σιδερά».

«Μια στιγμή μονάχα και θα σε ελευθερώσω, Φάιλε». Σήκωσε το σφυρί και τσάκισε ένα καρφί, σαν να ήταν από ξύλο.

«Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό, Πέριν».

Καθώς το όνομά του έσβηνε από τη γλώσσα της, έσβησε και η ίδια. Κροταλίζοντας, οι αλυσίδες έπεσαν στην πέτρα, εκεί που πριν βρισκόταν η Φάιλε.

«Όχι!» κραύγασε. «Τη βρήκα!»

Το όνειρο δεν είναι σαν τον κόσμο της σάρκας, Νεαρέ Ταύρε. Εδώ, το ίδιο κυνήγι μπορεί να έχει πολλές καταλήξεις.

Δεν γύρισε να κοιτάξει τον Άλτη. Ήξερε ότι τα δόντια του ήταν γυμνωμένα, σε ένα άγριο γρύλισμα. Σήκωσε ξανά το σφυρί και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη στις αλυσίδες που πριν κρατούσαν τη Φάιλε. Ο πέτρινος όγκος έσπασε στα δύο από το χτύπημά του· η ίδια η Πέτρα αντήχησε σαν καμπάνα.

«Τότε θα κυνηγήσω ξανά», μούγκρισε.

Με το σφυρί στο χέρι, ο Πέριν βγήκε από το δωμάτιο, με τον Άλτη δίπλα του. Η Πέτρα ήταν τόπος ανθρώπων. Και ήξερε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο άσπλαχνοι κυνηγοί απ’ τους λύκους.

Γκονγκ συναγερμού κάπου από πάνω έστειλαν την ηχηρή κλαγγή τους στο διάδρομο, χωρίς να πνίγουν το κουδούνισμα του μετάλλου πάνω σε μέταλλο και τις φωνές των ανθρώπων, που πολεμούσαν κάπως πιο κοντά. Ο Ματ υποψιαζόταν ότι ήταν οι Αελίτες και οι Υπερασπιστές. Ο διάδρομος στον οποίο βρισκόταν ο Ματ ήταν γεμάτος, σε όλο το μήκος του, με ψηλά, χρυσά στηρίγματα, το καθένα με τέσσερις λάμπες και στους τοίχους από στιλβωμένη πέτρα υπήρχαν μεταξωτά υφαντά, που απεικόνιζαν σκηνές μάχης. Υπήρχαν ακόμα και μεταξωτά χαλιά στο πάτωμα, με σκούρες κόκκινες και βαθιές μπλε αποχρώσεις, που ήταν υφασμένα στο λαβύρινθο του Δακρύου. Αυτή τη φορά, ο Ματ είχε άλλες δουλειές και δεν προλάβαινε να λογαριάσει τι άξιζαν όλα αυτά.

Είναι καλός ο άτιμος, σκέφτηκε καθώς κατόρθωνε να αποκρούσει μια σπαθιά του άλλου, όμως το χτύπημα που προσπάθησε να καταφέρει στο κεφάλι του άντρα με την άλλη άκρη της ράβδου μετατράπηκε, πάλι, σε κίνηση για την απόκρουση εκείνης της σβέλτης λεπίδας. Αναρωτιέμαι, μήπως είναι από αυτούς τους Υψηλούς Άρχοντες που λένε; Παραλίγο να καταφέρει να πετύχει το γόνατο του άντρα, όμως ο αντίπαλός του πήδηξε πίσω, με τη λεπίδα του υψωμένη σε θέση φύλαξης.