Выбрать главу

Πάντως, ο γαλανομάτης φορούσε το σακάκι με τα φουσκωτά μανίκια, σε κίτρινο χρώμα, με ραβδώσεις από χρυσή κλωστή, όμως το είχε ξεκούμπωτο, ενώ το πουκάμισό του ήταν το μισό έξω από το παντελόνι και τα πόδια του ήταν γυμνά. Τα κοντά, μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, σαν να είχε μόλις σηκωθεί από τον ύπνο, αλλά δεν πολεμούσε νυσταγμένα. Πριν από πέντε λεπτά είχε ξεχυθεί από μια από τις ψηλές, σκαλισμένες πόρτες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο, με ένα σπαθί στο χέρι, δίχως θήκη και ο Ματ χαιρόταν που ο άλλος είχε εμφανιστεί μπροστά τους και όχι πίσω τους. Δεν ήταν ο πρώτος με τέτοια ρούχα που είχε αντιμετωπίσει ως τώρα ο Ματ, αλλά ήταν σίγουρα ο καλύτερος.

«Μπορείς να με προσπεράσεις, ληστοκυνηγέ;» φώναξε ο Ματ, προσέχοντας να μην τραβήξει το βλέμμα από τον άλλο, που τους περίμενε με τη λεπίδα έτοιμη να χτυπήσει. Ο Σάνταρ επέμενε ενοχλημένος να τον αποκαλεί «ληστοκυνηγό», όχι «κλεφτοκυνηγό», αν και ο Ματ δεν έβλεπε να έχει διαφορά.

«Δεν μπορώ», φώναξε από πίσω του ο Σάνταρ. «Αν παραμερίσεις για να περάσω, δεν θα έχεις χώρο για να κουνήσεις το κουπί που αποκαλείς ράβδο και θα σε καρφώσει σαν γρούνι».

Σαν τι; «Άντε, σκέψου κάτι, Δακρινέ. Αυτός ο κουρελής μου σπάει τα νεύρα».

Ο άντρας με τις χρυσές ραβδώσεις στο σακάκι ξεφύσησε. «Θα είναι τιμή σου να πεθάνεις στη λεπίδα του Υψηλού Άρχοντα Ντάρλιν, χωρικέ, αν σου το επιτρέψω». Πρώτη φορά καταδεχόταν να μιλήσει. «Αντιθέτως, πιστεύω ότι θα βάλω να κρεμάσουν και τους δυο σας από τις φτέρνες και θα παρακολουθώ, καθώς θα γδέρνουν το δέρμα από τα κορμιά σας —»

«Έχω την εντύπωση ότι δεν θα μου άρεσε αυτό», είπε ο Ματ.

Το πρόσωπο του Υψηλού Άρχοντα κοκκίνισε από αγανάκτηση για τη διακοπή, αλλά ο Ματ δεν του άφησε περιθώριο για κάποιο έξαλλο σχόλιο. Στριφογυρίζοντας τη ράβδο του, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα οχτάρι στον αέρα, τόσο γοργά που οι άκρες της αποτελούσαν μόνο μια θολούρα, πήδηξε μπροστά. Ο Ντάρλιν μόλις που κατόρθωσε να αποφύγει τη ράβδο. Ο Ματ ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να το συνεχίσει αυτό για ώρα και τότε, αν ήταν τυχερός, θα συνέχιζαν τις απλές επιθέσεις και αποκρούσεις. Αν ήταν τυχερός. Εντούτοις, αυτή τη φορά δεν σκόπευε να βασιστεί στην τύχη του. Μόλις ο Υψηλός Άρχοντας βρήκε λίγες στιγμές για να συνηθίσει το μοτίβο της άμυνάς του, ο Ματ μετέβαλλε τον τρόπο επίθεσής του στα μισά ενός χτυπήματος. Η άκρη της ράβδου, την οποία ο Ντάρλιν περίμενε να στραφεί προς το κεφάλι του, βούτηξε και τον χτύπησε γυριστά στα πόδια. Τότε, καθώς ο Ντάρλιν έπεφτε, ήρθε και το χτύπημα στο κεφάλι, αλλά από την άλλη άκρη της ράβδου, ένα χτύπημα με δυνατό κρότο, που έκανε τα μάτια του να γυρίσουν ανάποδα.

Ο Ματ, λαχανιασμένος, έγειρε στη ράβδο πάνω από τον αναίσθητο Υψηλό Άρχοντα. Που να καώ, αν χρειαστεί να τα βάλω ακόμα με έναν-δυο σαν κι αυτόν, θα πέσω κάτω από την εξάντληση! Οι ιστορίες δεν σου λένε ότι θέλει τόσο σκληρή δουλειά για να είσαι ήρωας! Η Νυνάβε πάντα βρίσκει τρόπο να με βάζει να δουλεύω.

Ο Σάνταρ πήγε και στάθηκε δίπλα του, κοιτώντας συνοφρυωμένος το σωριασμένο στο δάπεδο Υψηλό Άρχοντα. «Δεν δείχνει τόσο μεγάλος και τρανός, έτσι που έχει πέσει», θαύμασε. «Δεν φαίνεται πιο σπουδαίος από μένα».

Ο Ματ τινάχτηκε και κοίταξε πιο πέρα στο διάδρομο, όπου ένας άντρας είχε περάσει τρέχοντας από έναν άλλο, κάθετο διάδρομο. Που να καώ, αν δεν ήξερα ότι είναι τρελό, θα ορκιζόμουν ότι αυτός ήταν ο Ραντ!

«Σάνταρ, βρες εκείνο το —», άρχισε να λέει, ανεβάζοντας τη ράβδο στον ώμο του και σταμάτησε όταν αυτή βρόντηξε πάνω σε κάτι.

Στριφογύρισε και βρέθηκε μπροστά σε άλλον ένα μισοντυμένο Υψηλό Άρχοντα, ο οποίος είχε το σπαθί στο πάτωμα, τα γόνατα λυγισμένα και τα δύο χέρια ανεβασμένα στο κεφάλι, το οποίο του είχε σχίσει η ράβδος του Ματ. Ο Ματ βιάστηκε να του δώσει ένα γερό χτύπημα στο στομάχι με την άκρη της ράβδου, σαν λόγχη, για να τον κάνει να κατεβάσει τα χέρια και μετά τον βάρεσε ξανά στο κεφάλι, για να τον ρίξει κάτω, σαν τσουβάλι, πάνω στο σπαθί του.

«Τύχη, Σάνταρ», μουρμούρισε. «Κανείς δεν μπορεί να νικήσει την τύχη. Τώρα, δεν βρίσκεις τον ιδιωτικό δρόμο που παίρνουν οι Υψηλοί Άρχοντες για να κατέβουν στα κελιά;» Ο Σάνταρ επέμενε ότι υπήρχε μια τέτοια σκάλα και ότι, αν τη χρησιμοποιούσαν, δεν θα ήταν αναγκασμένοι να διασχίσουν ολόκληρη την Πέτρα. Του Ματ δεν του άρεσε καθόλου αυτό, το ότι υπήρχαν άνθρωποι που βιάζονταν τόσο να δουν ανθρώπους να βασανίζονται, ώστε ήθελαν να έχουν ένα σύντομο δρόμο από τα διαμερίσματά τους στους φυλακισμένους.

«Πρέπει να χαίρεσαι που ήσουν τόσο τυχερός», είπε ταραγμένος ο Σάνταρ, «γιατί αυτός εδώ θα μας είχε σκοτώσει και του δύο, πριν καν τον δούμε. Ξέρω ότι η πόρτα είναι κάπου εδώ. Έρχεσαι; Ή προτιμάς να περιμένεις, μπας και φανεί κι άλλος Υψηλός Άρχοντας;»