«Οδήγησέ μας». Ο Ματ δρασκέλισε τον αναίσθητο Υψηλό Άρχοντα. «Δεν είμαι ήρωας».
Σιγοτρέχοντας, ακολούθησε το ληστοκυνηγό, που κοίταζε τις ψηλές πόρτες που προσπερνούσαν και μουρμούριζε ότι ήξερε πως κάπου εκεί πέρα ήταν η πόρτα που έψαχναν.
55
Αυτό που Είναι Γραμμένο στις Προφητείες
Ο Ραντ μπήκε αργά στο θάλαμο, βαδίζοντας ανάμεσα στις μεγάλες κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα, τις οποίες θυμόταν από τα όνειρά του. Η σιωπή δέσποζε στις σκιές, αλλά κάτι τον καλούσε. Και κάτι άστραψε μπροστά του, ένα στιγμιαίο φως, που μετά άφησε πίσω του σκιά — ένα σημάδι. Προχώρησε και βρέθηκε κάτω από ένα μεγάλο θόλο και είδε αυτό που αναζητούσε. Το Καλαντόρ, που κρεμόταν στον αέρα με τη λαβή προς τα κάτω, περιμένοντας μονάχα ένα χέρι, το χέρι του Αναγεννημένου Δράκοντα. Καθώς περιστρεφόταν, θρυμμάτιζε το λιγοστό φως που υπήρχε και μερικές φορές άφηνε μια αναλαμπή, λες κι είχε δικό του φως. Καλώντας τον. Περιμένοντάς τον.
Αν είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αν δεν είμαι απλώς κάποιος μισότρελος, καταραμένος, με την ικανότητα να διαβιβάζει, μια μαριονέτα που χορεύει για τη Μουαραίν και το Λευκό Πύργο. «Πάρε το, Λουζ Θέριν. Πάρε το, Σφαγέα». Γύρισε για να αντιμετωπίσει τη φωνή. Ο ψηλός άντρας με τα κοντοκομμένα, άσπρα μαλλιά, ο οποίος βγήκε από τις σκιές ανάμεσα στις κολώνες, του ήταν γνώριμος. Ο Ραντ δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, που φορούσε κόκκινο, μεταξωτό σακάκι με ρίγες στα φουσκωτά μανίκια και μαύρο παντελόνι, χωμένο σε μπότες με περίτεχνα ασημένια σκαλίσματα. Δεν τον ήξερε, αλλά τον είχε δει στα όνειρά του. «Τις έβαζες στο κλουβί», είπε. «Την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Στα όνειρά μου. Όλο τις έβαζες στο κλουβί και τις τυραννούσες».
Ο άλλος έκανε μια χειρονομία που έδειχνε αδιαφορία. «Είναι ασήμαντες, αμελητέες. Ίσως, κάποια μέρα, όταν εκπαιδευτούν, μα όχι τώρα. Ομολογώ την έκπληξη μου που νοιάστηκες αρκετά γι’ αυτές, ώστε να αποβούν χρήσιμες. Αλλά πάντοτε ήσουν ανόητος, πάντα έτοιμος να ακολουθήσεις την καρδιά σου, αντί για την εξουσία. Ήρθες πολύ νωρίς, Λουζ Θέριν. Τώρα, θα πρέπει να κάνεις κάτι για το οποίο ακόμα δεν είσαι έτοιμος, ή να πεθάνεις. Να πεθάνεις, γνωρίζοντας ότι άφησες στα χέρια μου αυτές τις τρεις γυναίκες, για τις οποίες νοιάζεσαι». Έδειξε να περιμένει κάτι, κάτι να προσδοκεί. «Σκοπεύω να τις χρησιμοποιήσω κι άλλο, Σφαγέα. Θα με υπηρετήσουν, θα υπηρετήσουν τη δύναμή μου. Κι αυτό θα πονέσει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχουν υπομείνει ως τώρα».
Πίσω από τον Ραντ το Καλαντόρ άστραψε, ρίχνοντας ένα κύμα ζέστης στη ράχη του. «Ποιος είσαι;»
«Δεν με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» Ο ασπρομάλλης γέλασε ξαφνικά. «Ούτε κι εγώ σε θυμάμαι, έτσι όπως δείχνεις. Ένα χωριατόπουλο, με μια θήκη φλάουτου στη ράχη. Άραγε είπε την αλήθεια ο Ισαμαήλ; Ήταν πάντα έτοιμος να πει ψέματα, αν ήταν να κερδίσει έστω και το παραμικρό. Δεν θυμάσαι τίποτα, Λουζ Θέριν;»
«Ένα όνομα!» απαίτησε να μάθει ο Ραντ. «Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Λέγε με Μπε’λάλ». Ο Αποδιωγμένος μούτρωσε όταν ο Ραντ δεν αντέδρασε στο όνομα. «Πάρε το!» ξέσπασε ο Μπε’λάλ, δείχνοντας το σπαθί πίσω από τον Ραντ. «Κάποτε βγήκαμε στον πόλεμο πλάι-πλάι και γι’ αυτό το λόγο σου δίνω μια ευκαιρία. Μια μικρή, αλλά πραγματική ευκαιρία να σώσεις τον εαυτό σου, μια ευκαιρία να σώσεις τις τρεις που σκοπεύω να κάνω ζωάκια μου. Πάρε το σπαθί, χωριάτη. Ίσως αυτή να είναι αρκετή βοήθεια για να γλιτώσεις από μένα».
Ο Ραντ γέλασε. «Πιστεύεις ότι μπορείς τόσο εύκολα να με τρομάξεις, Αποδιωγμένε; Ο ίδιος ο Μπα’άλζαμον με κυνηγούσε. Λες να γονατίσω μπροστά σου; Να ταπεινωθώ μπροστά σε έναν Αποδιωγμένο, τη στιγμή που αρνήθηκα τον Σκοτεινό κατάμουτρά του;»
«Έτσι νομίζεις;» είπε μαλακά ο Μπε’λάλ. «Στ’ αλήθεια, δεν ξέρεις τίποτα». Ξαφνικά, ένα σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του, ένα σπαθί με λεπίδα σμιλεμένη από μαύρη φωτιά. «Πάρε το! Πάρε το Καλαντόρ! Τρεις χιλιάδες χρόνια, όσο ήμουν φυλακισμένος, περιμένει εδώ. Για σένα. Ένα από τα ισχυρότερα σα’ανγκριάλ που κατασκευάσαμε ποτέ. Πάρε το και υπερασπίσου τον εαυτό σου, αν μπορείς!»
Προχώρησε προς τον Ραντ, σαν να ήθελε να τον σπρώξει προς τα πίσω, προς το Καλαντόρ, αλλά ο Ραντ σήκωσε τα χέρια του —τον γέμισε το σαϊντίν η γλυκιά, ορμητική ροή της Δύναμης· η αναγουλιαστική ρυπαρότητα του μιάσματος― και βρέθηκε να κρατά ένα σπαθί από κόκκινη φλόγα, ένα σπαθί με το σήμα του ερωδιού στην πύρινη λεπίδα του. Πήρε τις στάσεις ξιφομαχίας που του είχε διδάξει ο Λαν, περνώντας από τη μια στην άλλη, σαν να χόρευε. Χώρισμα του Μεταξιού. Το Νερό Κατηφορίζει. Βροχή και Αέρας. Η λεπίδα της μαύρης φωτιάς αντάμωσε τη λεπίδα της κόκκινης με μια βροχή από σπίθες και με βρυχηθμούς, σαν λευκοπυρωμένο μέταλλο που σπάει.