Выбрать главу

Ο Ραντ με μια στρωτή κίνηση ξαναπήρε θέση φύλαξης, προσπαθώντας να μη φανερώσει την αβεβαιότητα που είχε νιώσει ξαφνικά. Και στη μαύρη λεπίδα υπήρχε ένας ερωδιός, ένα πουλί τόσο σκούρο που ήταν σχεδόν αόρατο. Κάποτε είχε αντιμετωπίσει έναν που κρατούσε μια λεπίδα με ερωδιό και μόλις που είχε καταφέρει να επιζήσει. Ήξερε ότι ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα να φέρει το σήμα των αρχιξιφομάχων· ο ερωδιός ήταν στο σπαθί που το είχε δώσει ο πατέρας του και όταν σκεφτόταν ένα σπαθί στα χέρια του, στο νου του ερχόταν εκείνο το σπαθί. Κάποτε είχε αγκαλιάσει το θάνατο, όπως του είχε μάθει ο Πρόμαχος, αλλά αυτή τη φορά ήξερε ότι ο θάνατος θα ήταν οριστικός. Ο Μπε’λάλ ήταν καλύτερός του στο σπαθί. Δυνατότερος. Ταχύτερος. Αληθινός μάστορας του σπαθιού.

Ο Αποδιωγμένος γέλασε κεφάτα, ανεμίζοντας το σπαθί του δεξιά κι αριστερά από τον Ραντ με επιδεικτικές κινήσεις· η μαύρη φωτιά μούγκρισε, σαν να την είχε ζωντανέψει η γοργή κίνηση στον αέρα. «Κάποτε ήσουν καλύτερος ξιφομάχος, Λουζ Θέριν», είπε περιπαιχτικά. «Θυμάσαι τότε, που πήραμε εκείνο το χλιαρό άθλημα που λεγόταν ξιφομαχία και μάθαμε πώς να σκοτώνουμε με αυτό, όπως έλεγαν οι παλιοί τόμοι ότι έκαναν κάποτε οι άνθρωποι; Θυμάσαι έστω και μία από εκείνες τις απεγνωσμένες μάχες, έστω και μία από τις πικρές ήττες μας; Και βέβαια όχι. Δεν θυμάσαι τίποτα, έτσι δεν είναι; Αυτή τη φορά, δεν έμαθες αρκετά. Αυτή τη φορά, Λουζ Θέριν, θα σε σκοτώσω». Η φωνή του Μπε’λάλ έγινε ακόμα πιο κοροϊδευτική. «Ίσως, αν πάρεις το Καλαντόρ, να κρατήσεις λίγο ακόμα τη ζωή σου. Λίγο ακόμα».

Προχώρησε αργά, σαν να ήθελε να δώσει στον Ραντ χρόνο για να κάνει ακριβώς αυτό, να γυρίσει και να τρέξει στο Καλαντόρ, στο Ανέγγιχτο Σπαθί, για να το πάρει. Αλλά ο Ραντ ακόμα έτρεφε μέσα του μεγάλη αμφιβολία. Το Καλαντόρ μπορούσε να το αγγίξει μονάχα ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τους είχε επιτρέψει να τον αναγορεύσουν τέτοιο για εκατό λόγους, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν να μην του αφήνουν άλλη επιλογή. Όμως, ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Αν έτρεχε να αγγίξει το Καλαντόρ στην πραγματικότητα και όχι σε ένα όνειρο, μήπως το χέρι του θα άγγιζε έναν αόρατο τοίχο, ενώ ο Μπε’λάλ θα τον χτυπούσε πισώπλατα;

Αντιμετώπισε τον Αποδιωγμένο με το ξίφος που γνώριζε, με τη λεπίδα της φωτιάς, την οποία είχε σμιλέψει με το σαϊντίν. Και απωθήθηκε. Το Φύλλο που Πέφτει συνάντησε το Βρεγμένο Μετάξι. Η Γάτα που Χορεύει στο Τείχος συνάντησε τον Αγριόχοιρο που Χιμά στην Κατηφοριά. Το Ποτάμι που Έσκαβε την Όχθη παραλίγο να του κόψει το κεφάλι και αναγκάστηκε να ριχτεί άκομψα στο πλάι καθώς η μαύρη φλόγα άγγιζε τα μαλλιά του και κυλώντας να ξαναβρεθεί όρθιος, για να αντιμετωπίσει την Πέτρα που Πέφτει από το Βουνό. Μεθοδικά, συγκεκριμένα, ο Μπε’λάλ τον έκανε να υποχωρεί διαγράφοντας μια στριφογυριστή πορεία, που σιγά-σιγά στένευε γύρω από το Καλαντόρ.

Φωνές ακούστηκαν από τις κολώνες, ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού, αλλά ο Ραντ σχεδόν δεν τα άκουγε. Οι δυο τους δεν ήταν πια μόνοι στην Καρδιά της Πέτρας. Άντρες με θώρακες και γεισωτά κράνη μάχονταν με σπαθιά εναντίον σκιωδών μορφών με πέπλα, που χιμούσαν ανάμεσα στις κολώνες και χτυπούσαν με κοντά δόρατα. Μερικοί από τους στρατιώτες πήραν σχηματισμό μάχης· τα βέλη που πετάχτηκαν από το σκοτάδι τους βρήκαν στο λαιμό, στο πρόσωπο και πέθαναν στις γραμμές που είχαν σχηματίσει. Ο Ραντ μόλις που πρόσεχε τη μάχη, ακόμα κι όταν οι άντρες έπεφταν νεκροί μερικά βήματα πιο πέρα από αυτόν. Ο δικός του αγώνας ήταν ακόμα πιο απελπισμένος· απαιτούσε όλη του την αυτοσυγκέντρωση. Κάτι ζεστό και υγρό κύλησε στο πλευρό του. Η παλιά πληγή άνοιγε.

Ξαφνικά σκόνταψε, μη έχοντας δει το νεκρό άντρα στα πόδια του, παρά μόνο όταν βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη θήκη του φλάουτού του, στο πέτρινο πάτωμα.

Ο Μπε’λάλ ύψωσε τη λεπίδα της μαύρης φωτιάς, γρυλίζοντας. «Πάρε το! Πάρε το Καλαντόρ και υπερασπίσου τον εαυτό σου! Πάρε το, ειδάλλως σε σκοτώνω τώρα αμέσως! Αν δεν το πάρεις, θα σε σφάξω!»

«Όχι!»

Ακόμα και ο Μπε’λάλ τινάχτηκε από τον επιτακτικό τόνο αυτής της γυναικείας φωνής. Ο Αποδιωγμένος έκανε πίσω, μακριά από την εμβέλεια του σπαθιού του Ραντ και γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει συνοφρυωμένος τη Μουαραίν, καθώς αυτή ερχόταν διασχίζοντας το πεδίο της μάχης, με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του, αγνοώντας τα επιθανάτια ουρλιαχτά γύρω της. «Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει μια και καλή μαζί σου, γυναίκα. Δεν έχει σημασία. Είσαι μονάχα μια ενόχληση. Ένα τσιμπούρι. Ένα δαγκωσέμι. Θα σε ρίξω στο κλουβί μαζί με τις άλλες και θα σε διδάξω να υπηρετείς τη Σκιά με τις ασήμαντες δυνάμεις σου», κατέληξε με ένα περιφρονητικό γέλιο και ύψωσε το ελεύθερο χέρι του.