Η Μουαραίν δεν είχε σταματήσει, δεν είχε κόψει το βήμα της όσο αυτός μιλούσε. Απείχε το πολύ τριάντα βήματα από αυτόν όταν ύψωσε το χέρι του και τότε αυτή σήκωσε και τα δύο χέρια της.
Μια στιγμιαία έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπο του Αποδιωγμένου και πρόλαβε να ουρλιάξει «όχι!» Έπειτα, μια στήλη λευκού πυρός, πιο καυτό κι από τον ήλιο, ξεπήδησε από τα χέρια της Άες Σεντάι, ένα εκτυφλωτικό κοντάρι που έδιωξε όλες τις σκιές. Μπροστά του, ο Μπε’λάλ έγινε μια μορφή από τρεμουλιαστές βούλες, στίγματα που χόρεψαν στο φως λιγότερο απ’ όσο κρατά ένα καρδιοχτύπι, κόκκοι που έγιναν παρανάλωμα πριν σβήσει η κραυγή του.
Στο θάλαμο απλώθηκε σιωπή όταν εξαφανίστηκε εκείνη η στήλη του φωτός, με μόνη εξαίρεση τα βογκητά των τραυματιών. Η μάχη είχε κοπεί απότομα, οι άντρες με τα πέπλα και οι άντρες με τους θώρακες στέκονταν άναυδοι.
«Για ένα πράγμα είχε δίκιο», είπε η Μουαραίν, ψύχραιμη και γαλήνια, σαν να στεκόταν σε ένα λιβάδι. «Πρέπει να πάρεις το Καλαντόρ. Ήθελε να σε σφάξει γι’ αυτό, μα είναι η κληρονομιά σου. Θα ήταν πολύ καλύτερο αν ήξερες περισσότερα πριν το χέρι σου σφίξει τη λαβή του, μα τώρα ήρθες και δεν υπάρχει άλλος χρόνος για μαθήματα. Πάρε το, Ραντ».
Πλοκάμια μαύρης αστραπής κουλουριάστηκαν γύρω της· ούρλιαξε καθώς τη σήκωναν και την εξακόντιζαν μακριά, για να συρθεί στο πάτωμα, σαν σακί, ώσπου χτύπησε πάνω σε μια κολώνα.
Ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα εκεί απ’ όπου είχε έρθει η αστραπή. Εκεί πάνω υπήρχαν βαθύτερες σκιές, κοντά στις κορυφές των κολώνων, ένα σκότος που έκανε όλες τις άλλες σκιές να μοιάζουν με καταμεσήμερο. Από κει, δύο μάτια τον κοίταζαν.
Η σκιά κατέβηκε αργά κι όταν καθάρισε, φάνηκε ο Μπα’άλζαμον, ντυμένος σε νεκρικά μαύρα, σαν το μαύρο των Μυρντράαλ. Αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο σκοτεινό όσο η σκιά που κρεμόταν πάνω του. Στάθηκε στον αέρα, δυο απλωσιές πάνω από το πάτωμα, κοιτάζοντας τον Ραντ με λύσσα. «Δυο φορές σε αυτή τη ζωή σου πρόσφερα την ευκαιρία να με υπηρετήσεις ζωντανός». Φλόγες ξεπήδησαν από το στόμα του καθώς μιλούσε και κάθε λέξη ήταν ένας βρυχηθμός, σαν από καμίνι. «Δυο φορές αρνήθηκες, καταφέρνοντάς μου πληγές. Τώρα, θα υπηρετήσεις τον Άρχοντα του Τάφου στο θάνατό σου. Πέθανε, Λουζ Θέριν, Σφαγέα. Πέθανε, Ραντ αλ’Θορ. Είναι ώρα να πεθάνεις! Θα πάρω την ψυχή σου!»
Καθώς ο Μπα’άλζαμον άπλωνε το χέρι, ο Ραντ σηκώθηκε και χίμηξε απελπισμένα προς το Καλαντόρ, που ακόμα λαμπύριζε και άστραφτε στον αέρα. Δεν ήξερε αν μπορούσε να το φτάσει, ή να το αγγίξει αν το έφτανε, αλλά ήταν σίγουρος πως αυτό ήταν η μόνη του ελπίδα.
Το χτύπημα του Μπα’άλζαμον τον βρήκε καθώς πηδούσε, τον έπληξε μέσα του, σχίζοντας, τσακίζοντας, ξεκολλώντας κάτι, προσπαθώντας να τραβήξει ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Ραντ ούρλιαξε. Ένιωσε σαν να κατέρρεε, σαν άδειο σακί, σαν να τον γύριζαν το μέσα έξω. Ο πόνος στο πλευρό του, η πληγή που είχε δεχτεί στο Φάλμε, ήταν σχεδόν ευχάριστη, κάτι από το οποίο μπορούσε να κρατηθεί, ένα ενθύμιο ζωής. Το χέρι του έκλεισε σπασμωδικά. Γύρω από τη λαβή του Καλαντόρ.
Η Μία Δύναμη χύθηκε μέσα του, ένας χείμαρρος δυνατότερος απ’ όσο μπορούσε να πιστέψει, από το σαϊντίν στο σπαθί. Η κρυστάλλινη λεπίδα έλαμπε περισσότερο και από τη φωτιά της Μουαραίν. Ήταν αδύνατο να την κοιτάξει, αδύνατο να δει τώρα ότι ήταν σπαθί, μόνο ότι είχε ένα υπέρλαμπρο φως στη γροθιά του. Πολέμησε τη ροή, πάλεψε με την αδυσώπητη παλίρροια που απειλούσε να τον παρασύρει, να παρασύρει όσα ήταν ο πραγματικός εαυτός του μαζί της, στο σπαθί. Για ένα καρδιοχτύπι, που κράτησε αιώνες, έμεινε να αιωρείται εκεί, τρέμοντας, ισορροπώντας στα όρια του να παρασυρθεί μακριά, σαν άμμος σε μανιασμένη θύελλα. Με άπειρη βραδύτητα, ήρθε η ισορροπία. Ακόμα ένιωθε σαν να πατούσε ξυπόλητος στην κόψη ενός ξυραφιού, πάνω από έναν άπατο γκρεμό, αλλά κάτι του έλεγε ότι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να περιμένει. Για να διαβιβάσει τόση Δύναμη, έπρεπε να χορέψει σε αυτή την αιχμή, όπως είχε χορέψει στις στάσεις του σπαθιού.
Στράφηκε για να αντικρίσει τον Μπα’άλζαμον. Το σχίσιμο εντός του είχε διακοπεί μόλις το χέρι του είχε αγγίξει το Καλαντόρ. Μονάχα μια στιγμή είχε περάσει, αλλά έμοιαζε να σαν είχε κρατήσει παντοτινά. «Δεν θα πάρεις την ψυχή μου», φώναξε. «Αυτή τη φορά, θα δώσω τέλος οριστικό! Θα τα τελειώσω όλα τώρα!»
Ο Μπα’άλζαμον το έσκασε ― άνθρωπος και σκιά χάθηκαν.