Выбрать главу

Για μια στιγμή, ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει συνοφρυωμένος. Υπήρχε μια αίσθηση... σαν να διπλωνόταν κάτι... καθώς έφευγε ο Μπα’άλζαμον. Ένα στρίψιμο, λες και με κάποιον τρόπο ο Μπα’άλζαμον είχε λυγίσει αυτό που υπήρχε. Αγνοώντας τους ανθρώπους που τον κοίταζαν, αγνοώντας τη Μουαραίν, που ήταν σωριασμένη στη βάση της κολώνας, ο Ραντ ανοίχτηκε μέσω του Καλαντόρ και έστριψε την πραγματικότητα, για να δημιουργήσει μια πόρτα σε κάτι άλλο. Δεν ήξερε προς τα πού, μόνο ότι εκεί είχε πάει ο Μπα’άλζαμον.

«Τώρα, εγώ είμαι ο κυνηγός», είπε και πέρασε μέσα.

Η πέτρα τραντάχτηκε κάτω από τα πόδια της Εγκουέν. Η Πέτρα τραντάχτηκε· κουδούνισε. Βρήκε την ισορροπία της και σταμάτησε, ενώ αφουγκραζόταν. Δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι, άλλοι κραδασμοί. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, είχε περάσει. Συνέχισε το δρόμο της βιαστικά. Μια πόρτα με σιδερένια κάγκελα στεκόταν μπροστά της, με μια κλειδαριά μεγάλη όσο το κεφάλι της. Διαβίβασε Γη πριν τη φτάσει και όταν έσπρωξε τα κάγκελα, η κλειδαριά σχίστηκε στη μέση.

Διέσχισε γρήγορα το θάλαμο που ήταν μετά την πόρτα, προσπαθώντας να μην κοιτάξει τα πράγματα που κρέμονταν από τους τοίχους. Τα πιο αθώα ανάμεσά τους ήταν τα μαστίγια και οι σιδερένιες λαβίδες. Με μια μικρή ανατριχίλα, άνοιξε σπρώχνοντας μια μικρότερη σιδερένια πόρτα και μπήκε σε ένα διάδρομο που ήταν γεμάτος κακοφτιαγμένες, ξύλινες πόρτες, ενώ κατά διαστήματα έκαιγαν δαυλοί με βουρλοφίτιλα σε σιδερένια υποστηρίγματα· όση ανακούφιση ένιωσε βρίσκοντας αυτό που ήθελε, άλλη τόση είχε νιώσει αφήνοντας όλα εκείνα τα πράγματα πίσω της. Αλλά ποιο κελί;

Οι ξύλινες πόρτες άνοιξαν εύκολα. Μερικές ήταν ξεκλείδωτες και οι κλειδαριές των άλλων δεν άντεξαν περισσότερο από τη μεγάλη κλειδωνιά πρωτύτερα. Όμως όλα τα κελιά ήταν άδεια. Φυσικά. Κανένας δεν θα ονειρευόταν τον εαυτό του σε τούτο το μέρος. Κάθε αιχμάλωτος που κατόρθωνε να φτάσει στον Τελ’αράν’ριοντ θα ονειρευόταν ένα πιο ευχάριστο μέρος.

Για μια στιγμή, ένιωσε σχεδόν απόγνωση. Ήθελε να πιστέψει ότι, βρίσκοντας το σωστό κελί, θα έκανε κάτι. Ακόμα και η ανεύρεσή του, όμως, μπορεί να ήταν αδύνατη. Ο διάδρομος αυτός εκτεινόταν δίχως τελειωμό και τον αντάμωναν κι άλλοι.

Ξαφνικά, είδε κάτι να τρεμοπαίζει ακριβώς μπροστά της. Μια μορφή πιο άυλη κι από την Τζόγια Μπύιρ. Αλλά ήταν μια γυναίκα. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν μια γυναίκα καθισμένη σε έναν πάγκο, έξω από την πόρτα ενός κελιού. Η εικόνα τρεμόπαιξε, επανεμφανίστηκε και χάθηκε ξανά. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη γνωρίσει εκείνο το λιγνό λαιμό και το χλωμό, αθώο πρόσωπο, με τις βλεφαρίδες να τρεμοπαίζουν στα πρόθυρα του ύπνου. Η Αμίκο Ναγκογίν βυθιζόταν στον ύπνο κι ονειρευόταν ότι είχε βάρδια ως φρουρός. Και απ’ ό,τι φαινόταν, έπαιζε νυσταγμένα με ένα από τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ. Η Εγκουέν το καταλάβαινε καλά· είχε χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να σταματήσει να χρησιμοποιεί εκείνο που της είχε δώσει η Βέριν, έστω και για λίγες μέρες.

Ήξερε ότι μπορούσε να αποκόψει μια γυναίκα από την Αληθινή Πηγή, ακόμα κι όταν αυτή είχε ήδη αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά το να κόψει μια ύφανση που είχε ήδη σχηματιστεί σίγουρα θα ήταν πιο δύσκολο από το να φράξει τη ροή πριν αρχίσει. Έστησε τα μοτίβα της ύφανσης, τα ετοίμασε, έκανε τις ίνες του Πνεύματος πολύ ισχυρότερες αυτή τη φορά, πιο χοντρές και βαριές, μια πιο πυκνή ύφανση, με κόψη σαν μαχαίρι.

Η τρεμουλιαστή μορφή της Σκοτεινόφιλης εμφανίστηκε ξανά και η Εγκουέν τη χτύπησε με τις ροές του Αέρα και του Πνεύματος. Για μια στιγμή, κάτι φάνηκε να αντιστέκεται την ύφανση του Πνεύματος και η Εγκουέν πίεσε με όλη της τη δύναμη. Η ύφανση μπήκε στη θέση της.

Η Αμίκο Ναγκογίν τσίριξε. Ήταν ένας ψιλός ήχος, που μετά δυσκολίας ακουγόταν, αμυδρός όσο η μορφή της και έμοιαζε σχεδόν σαν τη σκιά αυτού που ήταν η Τζόγια Μπύιρ. Αλλά τα δεσμά που είχαν υφανθεί με τον Αέρα την κράτησαν δεν εξαφανίστηκε πάλι. Ο τρόμος παραμόρφωσε το υπέροχο πρόσωπο της Σκοτεινόφιλης· έμοιαζε να μιλά ασυνάρτητα· αλλά οι κραυγές της ήταν ψίθυροι, τόσο μαλακοί που η Εγκουέν δεν τους καταλάβαινε.

Η Εγκουέν έδεσε και τακτοποίησε τις υφάνσεις γύρω από τη Μαύρη αδελφή και έστρεψε την προσοχή της στην πόρτα του κελιού. Όλο ανυπομονησία, άφησε τη Γη να πλημμυρίσει τη σιδερένια κλειδαριά. Η κλειδαριά έπεσε, έγινε μαύρη σκόνη, μια ομίχλη που διαλύθηκε εντελώς πριν αγγίξει το πάτωμα. Η Εγκουέν άνοιξε την πόρτα και δεν ξαφνιάστηκε όταν το βρήκε άδειο, με μονάχα ένα δαυλό να καίει.

Όμως, η Αμίκο είναι δεμένη και η πόρτα είναι ανοιχτή.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε τι θα έκανε μετά. Έπειτα, βγήκε από το όνειρο...

...και ξύπνησε με όλους τους μώλωπές της, τους πόνους και τη δίψα, με τον τοίχο του κελιού στην πλάτη, κοιτάζοντας την κλειδωμένη πόρτα του κελιού. Φυσικά. Αυτό που συμβαίνει στα ζωντανά όντα εκεί είναι αληθινό όταν ξυπνήσουν. Αυτό που έκανα στην πέτρα και στο ξύλο δεν επηρεάζει τον κανονικό κόσμο.