Выбрать главу

Η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν ακόμα γονατισμένες δίπλα της.

«Δεν ξέρω ποια είναι εκεί έξω», είπε η Νυνάβε, «αλλά ούρλιαξε πριν από μερικές στιγμές, όμως δεν συνέβη τίποτα άλλο. Βρήκες έξοδο;»

«Μάλλον θα βγούμε με την άνεσή μας», είπε η Εγκουέν. «Βοηθήστε με να σηκωθώ και αναλαμβάνω εγώ την κλειδαριά. Η Αμίκο δεν θα μας ενοχλήσει. Η κραυγή που ακούστηκε ήταν δική ι ης».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Από τη στιγμή που έφυγες προσπαθώ να αγκαλιάσω το σαϊντάρ. Τώρα είναι διαφορετικό, αλλά είμαι ακόμα αποκομμένη».

Η Εγκουέν σχημάτισε το κενό μέσα της, έγινε το μπουμπούκι που ανοιγόταν προς το σαϊντάρ. Ο αόρατος τοίχος ήταν ακόμα εκεί. Τώρα τρεμούλιαζε. Υπήρχαν στιγμές που σχεδόν της φαινόταν ότι μπορούσε να νιώσει την Αληθινή Πηγή να τη γεμίζει Δύναμη. Σχεδόν. Η αποκοπή χανόταν και εμφανιζόταν τόσο γοργά, που δεν μπορούσε να τη νιώσει. Πρακτικά, έμοιαζε να είναι απείραχτη.

Κοίταξε τις άλλες. «Την έδεσα. Την απέκοψα. Είναι ένα ζωντανό πλάσμα, όχι σίδερο δίχως ζωή. Πρέπει να είναι ακόμα αποκομμένη».

«Κάτι συνέβη στην αποκοπή που έβαλαν πάνω μας», είπε η Ηλαίην, «όμως η Αμίκο ακόμα κατορθώνει και την κρατά».

Η Εγκουέν ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο. «Θα πρέπει να ξαναδοκιμάσω».

«Αντέχεις;» είπε η Ηλαίην με μια γκριμάτσα. «Για να μιλήσω ωμά, δείχνεις χειρότερα από πριν. Εξαντλήθηκες με αυτό που έκανες, Εγκουέν».

«Είμαι αρκετά δυνατή εδώ». Ένιωθε πιο κουρασμένη, λιγότερο δυνατή, αλλά δεν έβλεπε να έχουν άλλη ελπίδα. Το είπε κι αυτές με την έκφρασή τους έδειξαν ότι συμφωνούσαν, αν και απρόθυμα.

«Μπορείς να ξανακοιμηθείς τόσο γρήγορα;» ρώτησε, στο τέλος, η Νυνάβε.

«Νανούρισε με». Η Εγκουέν κατόρθωσε να χαμογελάσει. «Όπως τότε, που ήμουν κοριτσάκι. Σε παρακαλώ». Κρατώντας το χέρι της Νυνάβε με το ένα χέρι, σφίγγοντας το πέτρινο δαχτυλίδι με το άλλο, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να βρει τον ύπνο στον δίχως λέξεις μουρμουριστό σκοπό.

Η πλατιά πόρτα με τα σιδερένια κάγκελα στεκόταν ανοιχτή και το δωμάτιο πιο πέρα φαινόταν άδειο, αλλά ο Ματ μπήκε επιφυλακτικά. Ο Σάνταρ ήταν ακόμα έξω, στο διάδρομο και προσπαθούσε να κοιτάξει και από τις δύο μερικές ταυτόχρονα, πεπεισμένος ότι ανά πάσα στιγμή θα εμφανιζόταν κάποιος Υψηλός Άρχοντας ή, ίσως, καμιά εκατοστή Υπερασπιστές.

Τώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι στο δωμάτιο —και, όπως φαινόταν από τα μισογεμάτα πιάτα σε ένα μακρύ τραπέζι, είχαν φύγει βιαστικά· αυτό, δίχως αμφιβολία, οφειλόταν στη μάχη πιο πάνω― και, όπως έδειχναν τα πράγματα στους τοίχους, χαιρόταν που δεν ήταν αναγκασμένος να συναντήσει κανέναν τους. Μαστίγια σε μια ποικιλία από μήκη και μεγέθη, διαφορετικά πάχη, με ουρές σε διαφορετικούς αριθμούς. Λαβίδες, τανάλιες, μέγγενες και σίδερα. Πράγματα που έμοιαζαν με μεταλλικές μπότες, γάντια και κράνη, με μεγάλες βίδες πάνω τους, ίσως για να τα σφίγγουν. Πράγματα που δεν μπορούσε καν να μαντέψει τη χρήση τους. Αν είχε συναντήσει τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν αυτά τα πράγματα, θα έψαχνε να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκροί, πριν τους γυρίσει την πλάτη.

«Σάνταρ!» Σφύριξε. «Όλη νύχτα θα στέκεσαι εκεί έξω!» Έτρεξε στην εσωτερική πόρτα ―καγκελωτή, αλλά μικρότερη από την εξωτερική― χωρίς να περιμένει απάντηση και τη διέσχισε.

Ο διάδρομος παραπέρα ήταν γεμάτος κακοφτιαγμένες ξύλινες πόρτες και τον φώτιζαν οι ίδιοι δαυλοί με βουρλοφίτιλο, όπως και ίο δωμάτιο απ’ όπου μόλις είχε φύγει. Είκοσι μόλις βήματα πιο πέρα, μια γυναίκα καθόταν σε έναν πάγκο, πλάι σε μια πόρτα, ακουμπισμένη στον τοίχο σε μια παράξενη στάση. Γύρισε αργά το κεφάλι της προς το μέρος του, όταν άκουσε τις μπότες του να ξύνουν το πέτρινο πάτωμα. Μια όμορφη, νεαρή γυναίκα. Ο Ματ αναρωτήθηκε γιατί κουνούσε μόνο το κεφάλι της και γιατί ακόμα κι αυτή την κίνηση την έκανε σαν να ήταν μισοκοιμισμένη.

Μήπως ήταν κρατούμενη; Έξω στο διάδρομο; Μα, μια γυναίκα με τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί να είναι από τους ανθρώπους στους οποίους θα χρησιμοποιούσαν εκείνα τα πράγματα από τους τοίχους. Έμοιαζε σχεδόν να κοιμάται, με τα μάτια μισάνοιχτα. Και ο πόνος σε εκείνο το υπέροχο πρόσωπο έδειχνε ότι ήταν από τους βασανισμένους, όχι από τους βασανιστές.

«Στάσου!» φώναξε ο Σάνταρ πίσω του. «Είναι Άες Σεντάι! Είναι από εκείνες που πήραν τις γυναίκες που ψάχνεις!»

Ο Ματ πάγωσε καθώς προχωρούσε, κοιτάζοντας τη γυναίκα. Θυμήθηκε τη Μουαραίν, που εξαπέλυε μπάλες φωτιάς. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να αποκρούσει μια μπάλα φωτιάς με τη ράβδο του. Αναρωτήθηκε αν η τύχη του έφτανε στο σημείο να ξεφύγει από μια Άες Σεντάι.