Выбрать главу

«Βοήθησέ με», του είπε αυτή αχνά. Τα μάτια της ακόμα έμοιαζαν κοιμισμένα, αλλά η ικεσία στη φωνή της έδειχνε ότι ήταν ξύπνια. «Βοήθησέ με. Σε παρακαλώ!»

Ο Ματ βλεφάρισε. Ακόμα δεν είχε κουνήσει ούτε ένα μυ κάτω από το λαιμό της. Την πλησίασε επιφυλακτικά, κάνοντας νόημα στον Σάνταρ να πάψει να διαμαρτύρεται ότι η γυναίκα ήταν μια Άες Σεντάι. Αυτή κούνησε το κεφάλι για να τον παρακολουθήσει. Αυτό ήταν όλο.

Ένα μεγάλο, σιδερένιο κλειδί κρεμόταν στη ζώνη της. Για μια στιγμή, δίστασε. Άες Σεντάι, είχε πει ο Σάνταρ. Γιατί δεν κινείται; Ξεροκατάπιε και τράβηξε το κλειδί με προσοχή, σαν να προσπαθούσε να πάρει ένα κομμάτι κρέας από τα σαγόνια λύκου. Εκείνη έστρεψε το βλέμμα στην πόρτα δίπλα της και έκανε έναν ήχο, σαν γάτα που είχε μόλις δει ένα μεγάλο σκυλί να μπαίνει γρυλίζοντας στο δωμάτιο και ήξερε ότι δεν υπήρχε διέξοδος.

Ο Ματ δεν καταλάβαινε, αλλά αφού δεν προσπαθούσε να τον εμποδίσει να ανοίξει την πόρτα, δεν τον ένοιαζε γιατί καθόταν εκεί, σαν παραγεμισμένο σκιάχτρο. Από την άλλη μεριά, αναρωτήθηκε μήπως υπήρχε πίσω από την πόρτα κάτι που έπρεπε να το φοβάται. Αν είναι από εκείνες που πήραν την Εγκουέν και τις άλλες, το λογικό είναι ότι τις φυλάει. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της γυναίκας. Μόνο που αυτή μοιάζει σαν να είναι εκεί μέσα κάποιος Ημιάνθρωπος. Μα μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει. Στήριξε τη ράβδο του στον τοίχο, γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξε διάπλατα την πόρτα, έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αν χρειαζόταν.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν γονατισμένες στο πάτωμα, με την Εγκουέν να κοιμάται ανάμεσα τους. Άφησε μια μικρή κραυγή βλέποντας το πρησμένο πρόσωπο της Εγκουέν και μετά άλλαξε γνώμη, που είχε σκεφτεί ότι κοιμόταν. Οι άλλες δύο γύρισαν προς το μέρος του καθώς άνοιγε την πόρτα· έμοιαζαν κι αυτές χτυπημένες, σχεδόν εξίσου άσχημα με την Εγκουέν. Που να καώ! Να καώ! Τον κοίταξαν κι έμειναν χάσκοντας.

«Μάτριμ Κώθον», είπε η Νυνάβε εμβρόντητη, «τι στο Φως γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»

«Ήρθα να σας σώσω, που να πάρει», είπε αυτός. «Να καώ, δεν περίμενα να με χαιρετήσετε σαν να ήρθα να κλέψω πίτα. Μετά θα μου πείτε γιατί μοιάζετε σαν να παλέψατε με αρκούδες, αν θέλετε. Αν η Εγκουέν δεν μπορεί να περπατήσει, θα την κουβαλήσω στην πλάτη μου. Που να καώ, υπάρχουν Αελίτες σε ολόκληρη την Πέτρα —σχεδόν σε όλη― και ή σκοτώνουν τους Υπερασπιστές, ή οι Υπερασπιστές τους σκοτώνουν, αλλά ό,τι κι αν συμβαίνει, καλύτερα να φύγουμε από δω τώρα που μπορούμε. Αν μπορούμε».

«Για πρόσεχε τη γλώσσα σου», του είπε η Νυνάβε και η Ηλαίην του έριξε μια από εκείνες τις αποδοκιμαστικές ματιές, τις οποίες καταφέρουν τόσο καλά οι γυναίκες. Αλλά δεν έμοιαζαν να έχουν όλη την προσοχή τους πάνω του. Άρχισαν να κουνάνε την Εγκουέν, λες και δεν ήταν γεμάτη μώλωπες, περισσότερους απ’ όσους είχε δει στη ζωή του.

Τα βλέφαρα της Εγκουέν άνοιξαν και βόγκηξε. «Γιατί με ξυπνήσατε; Πρέπει να το καταλάβω. Αν χαλαρώσω τα δεσμά της, θα ξυπνήσει και δεν θα την ξαναπιάσω. Αν δεν το κάνω, όμως, δεν μπορεί να κοιμηθεί τελείως και —» Όταν τον είδε, τα μάτια της γούρλωσαν. «Μάτριμ Κώθον, τι στο Φως γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»

«Πες της», είπε στη Νυνάβε. «Έχω να σας σώσω και δεν μπορώ να προσέχω τη γλώ —» Κοίταζαν όλες πίσω του με άγριο ύφος, σαν να εύχονταν να είχαν λεπίδες στα χέρια.

Γύρισε, μα το μόνο που είδε ήταν ο Τζούιλιν Σάνταρ, που έμοιαζε σαν να είχε καταπιεί ολόκληρο ένα σάπιο δαμάσκηνο.

«Έχουν λόγο», είπε στον Ματ. «Τις... τις πρόδωσα. Αλλά έπρεπε». Το τελευταίο το είπε μιλώντας πέρα από τον Ματ, προς τις γυναίκες. «Εκείνη με τα πολλά μελιά κοτσιδάκια μου μίλησε και... έπρεπε να το κάνω». Για μια στιγμή, αυτές συνέχισαν να τον αγριοκοιτάζουν.

«Η Λίαντριν ξέρει ρυπαρά τεχνάσματα, αφέντη Σάνταρ», είπε τελικά η Νυνάβε. «Ίσως να μη φταις μονάχα εσύ. Μπορούμε να δούμε αργότερα ποιος φταίει».

«Αν το ξεκαθαρίσαμε», είπε ο Ματ, «μπορούμε να φύγουμε τώρα;» Ήταν ξεκάθαρο σαν λάσπη γι’ αυτόν, αλλά εκείνη τη στιγμή τον ένοιαζε κυρίως να φύγουν.

Οι τρεις γυναίκες τον ακολούθησαν κουτσαίνοντας στο διάδρομο, αλλά σταμάτησαν γύρω από τη γυναίκα στον πάγκο. Εκείνη τις κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια και κλαψούρισε. «Σας παρακαλώ. Θα επιστρέψω στο Φως. Θα ορκιστώ να σας υπακούω. Με τη Ράβδο των Όρκων στο χέρι θα ορκιστώ. Σας παρακαλώ, μην —»

Ο Ματ τινάχτηκε όταν, ξαφνικά, η Νυνάβε πήρε φόρα και έριξε μια γροθιά, γκρεμίζοντας την άλλη γυναίκα από το παγκάκι. Εκείνη έμεινε εκεί πέρα, με τα μάτια επιτέλους κλειστά, αλλά ακόμα και έτσι που κείτονταν στο πλευρό, ήταν ακριβώς στην ίδια θέση που είχε και στο παγκάκι.