«Έφυγε», είπε με έξαψη η Ηλαίην.
Η Εγκουέν έσκυψε για να ψάξει στο πουγκί της αναίσθητης γυναίκας κι έβαλε στο δικό της κάτι, το οποίο ο Ματ δεν πρόφτασε να δει. «Ναι. Υπέροχη αίσθηση. Κάτι άλλαξε πάνω της όταν τη χτύπησες, Νυνάβε. Δεν ξέρω τι ήταν, αλλά το ένιωσα».
Η Ηλαίην κατένευσε. «Το ένιωσα κι εγώ».
«Θα ήθελα να αλλάξω τα πάντα πάνω της», είπε σκοτεινά η Νυνάβε. Έπιασε το χέρι της Εγκουέν· η Εγκουέν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών με μια κοφτή κραυγή. Όταν η Νυνάβε άφησε το χέρι της και στράφηκε στην Ηλαίην, οι μώλωπες της Εγκουέν είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο έγινε μετά με την Ηλαίην.
«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μούγκρισε ο Ματ. «Τι είναι αυτό, να χτυπάτε μια γυναίκα που κάθεται στην άκρη; Νομίζω ότι δεν μπορούσε καν να σαλέψει!» Και οι τρεις γύρισαν να τον κοιτάξουν και ο Ματ έβγαλε έναν πνιγμένο ήχο, καθώς ο αέρας φάνηκε να γίνεται μια πηχτή κρέμα γύρω του. Υψώθηκε στον αέρα, ώσπου οι μπότες του έφτασαν να κρέμονται μια ολόκληρη απλωσιά πάνω από το πάτωμα. Ωχ, που να καώ, η Δύναμη! Εκεί που φοβόμουν ότι οι Άες Σεντάι θα χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη πάνω μου, τώρα το κάνουν οι γυναίκες που σώζω! Που να καώ!
«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, Μάτριμ Κώθον», είπε η Εγκουέν με σφιγμένη φωνή.
«Μέχρι να καταλάβεις», είπε η Νυνάβε ακόμα πιο σφιγμένα, «θα έλεγα να κρατήσεις τη γνώμη σου για σένα».
Η Ηλαίην αρκέστηκε να του στείλει μια άγρια ματιά, που τον έκανε να σκεφτεί τη μητέρα του, όταν εκείνη πήγαινε για να κόψει μια βίτσα.
Για κάποιο λόγο, ένιωσε να τους χαρίζει το ίδιο πλατύ χαμόγελο που τόσο συχνά έκανε τη μητέρα του να πηγαίνει για εκείνη τη βίτσα. Που να καώ, αφού μπορούν να κάνουν τέτοια πράγματα, δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκε κάποιος να τις κλείσει σε αυτό το κελί! «Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι σας γλίτωσα από κάτι που δεν μπορούσατε να γλιτώσετε μόνες σας και δείχνετε τόση ευγνωμοσύνη όση και κάποιος από το Τάρεν Φέρυ με πονόδοντο!»
«Έχεις δίκιο», είπε η Νυνάβε και ξαφνικά οι μπότες του χτύπησαν το πάτωμα, τόσο δυνατά που τραντάχτηκαν τα δόντια του. Αλλά μπορούσε πάλι να κουνηθεί. «Όσο κι αν το λέω με πόνο, Ματ, έχεις δίκιο».
Αυτός μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει με κάτι σαρκαστικό, αλλά η φωνή της με δυσκολία φαινόταν να έχει ένα ίχνος συγγνώμης. «Μπορούμε να φύγουμε τώρα; Με τη μάχη που γίνεται επάνω, ο Σάνταρ λέει ότι οι δυο μας μπορούμε να σας βγάλουμε από μια μικρή πύλη, κοντά στο ποτάμι».
«Δεν φεύγω ακόμα, Ματ», είπε η Νυνάβε.
«Θέλω να βρω τη Λίαντριν και να τη γδάρω», είπε η Εγκουέν, με έναν τόνο που έδειχνε ότι σχεδόν το εννοούσε στην κυριολεξία.
«Το μόνο που θέλω να κάνω», είπε η Ηλαίην, «είναι να ξυλοφορτώσω την Τζόγια Μπύιρ μέχρι να σκούξει, αλλά δεν με πειράζει όποια κι αν είναι στη θέση της».
«Είστε όλες κουφές;» μούγκρισε ο Ματ. «Γίνεται μάχη εκεί έξω! Ήρθα εδώ για να σας σώσω και αυτό ακριβώς θα κάνω». Η Εγκουέν του χάιδεψε το μάγουλο καθώς περνούσε από δίπλα του, το ίδιο και η Ηλαίην. Η Νυνάβε μόνο που ξεφύσησε. Εκείνος έμεινε να τις κοιτάζει από πίσω, με το στόμα ορθάνοιχτο. «Γιατί δεν είπες κάτι;» μούγκρισε στο ληστοκυνηγό.
«Είδα τι κατάφερες εσύ, που μίλησες», είπε απλά ο Σάνταρ. «Δεν είμαι βλάκας».
«Ε, λοιπόν, δεν θα μείνω καταμεσής στη μάχη!» φώναξε στις γυναίκες. Εκείνες χάνονταν στο βάθος, βγαίνοντας από τη μικρή καγκελόπορτα. «Φεύγω, με ακούτε;» Ούτε που γύρισαν το κεφάλι. Να δεις που θα σκοτωθούν εκεί πέρα! Κάποιος θα τις καρφώσει με το σπαθί, ενώ αυτές θα κοιτάνε από την άλλη μεριά! Με ένα γρύλισμα, έγειρε τη ράβδο στον ώμο του και ξεκίνησε ξοπίσω τους. «Εκεί θα κάτσεις;» φώναξε στο ληστοκυνηγό. «Δεν ήρθα ως εδώ για να τις αφήσω να πεθάνουν τώρα!»
Ο Σάνταρ τον πρόφτασε στο δωμάτιο με τα μαστίγια. Οι τρεις γυναίκες είχαν εξαφανιστεί, αλλά ο Ματ είχε την αίσθηση ότι δεν θα δυσκολεύονταν να τις βρουν. Αρκεί να βρούμε άντρες να κρέμονται στον αέρα! Άτιμες γυναίκες! Τάχυνε το βήμα, σχεδόν άρχισε να τρέχει.
Ο Πέριν προχωρούσε βλοσυρός στους διαδρόμους της Πέτρας, ψάχνοντας για σημάδια της Φάιλε. Την είχε σώσει άλλες δύο φορές·
τη μια, την είχε βγάλει από ένα σιδερένιο κλουβί, όμοιο με εκείνο που είχε τον Αελίτη στο Ρέμεν, την άλλη, είχε σπάσει ένα σιδερένιο σεντούκι με ένα γεράκι σκαλισμένο στο πλάι. Και τις δύο φορές, η Φάιλε είχε λιώσει στον αέρα, έχοντας πει το όνομά του. Ο Άλτης σιγότρεχε στο πλευρό του, μυρίζοντας τον αέρα. Ο Πέριν είχε οξεία όσφρηση, αλλά όχι όσο η όσφρηση του λύκου· ο Άλτης είχε βρει το σεντούκι.
Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν θα την απελευθέρωνε ποτέ στην πραγματικότητα. Είχαν πολλή ώρα να βρουν κάποιο σημάδι, έτσι του φαινόταν. Οι διάδρομοι της Πέτρας ήταν άδειοι, οι λάμπες έκαιγαν, υφαντά και όπλα κρέμονταν στους τοίχους, αλλά τίποτα δεν σάλευε, εκτός από τον ίδιο και τον Άλτη. Αν και νομίζω ότι εκείνος ήταν ο Ραντ. Ήταν μονάχα μια φευγαλέα εικόνα, ένας άντρας που έτρεχε, σαν να κυνηγούσε κάποιον. Δεν μπορεί να ήταν αυτός. Δεν μπορεί, αλλά νομίζω πως ήταν.