Выбрать главу

Ο Άλτης τάχυνε αρκετά τα βήματά του, πηγαίνοντας προς άλλες δύο ψηλές πόρτες, που αυτές είχαν μπρούτζινη επένδυση. Ο Πέριν προσπάθησε να ακολουθήσει το ρυθμό του και έπεσε κάτω, στα γόνατα, απλώνοντας το χέρι για να μη σπάσει τα μούτρα του στο πάτωμα. Μια αδυναμία τον τύλιξε, σαν να είχαν λυθεί όλοι του οι μύες. Ακόμα κι όταν υποχώρησε αυτή η αίσθηση, πήρε μαζί μέρος της δύναμής του. Χρειάστηκε να καταβάλει αρκετό κόπο για να σηκωθεί όρθιος. Ο Άλτης είχε γυρίσει να τον κοιτάξει.

Είναι πολύ έντονη η παρουσία σου εδώ, Νεαρέ Ταύρε. Η σάρκα εξασθενεί. Δεν είναι δυνατή η θέληση σου να την κρατήσεις. Σε λίγο, η σάρκα και το όνειρο θα πεθάνουν μαζί.

«Βρες την», είπε ο Πέριν. «Είναι το μόνο που ζητώ. Βρες τη Φάιλε».

Κίτρινα μάτια αντάμωσαν κίτρινα μάτια. Ο λύκος γύρισε και έτρεξε προς τις πόρτες. Πίσω από δω, Νεαρέ Ταύρε.

Ο Πέριν έφτασε στις πόρτες και έσπρωξε. Δεν άνοιξαν. Δεν φαινόταν να υπάρχει τρόπος να τις ανοίξει, δεν υπήρχαν καθόλου χερούλια, κανένα μέρος για να πιάσει. Υπήρχε ένα μικρό σχέδιο δουλεμένο στο μέταλλο, τόσο ψιλό που τα μάτια του παραλίγο να μην το διακρίνουν. Γεράκια. Χιλιάδες μικρά γεράκια.

Πρέπει να είναι εδώ. Δεν νομίζω να αντέξω πολύ ακόμα. Με μια κραυγή, κατέβασε το σφυρί πάνω στο μπρούτζο. Αντήχησε σαν μεγάλο γκονγκ. Ξαναχτύπησε και η κλαγγή βάθυνε. Τρίτο χτύπημα και οι μπρούτζινες πόρτες έγιναν χίλια κομμάτια, σαν γυαλί.

Μέσα, εκατό βήματα πέρα από τις σπασμένες πόρτες, ένας κύκλος φωτός περιέβαλλε ένα γεράκι αλυσοδεμένο σε ένα κλαρί. Το σκοτάδι γέμιζε το υπόλοιπο εκείνου του αχανούς θαλάμου ― σκοτάδι και ένα αμυδρό θρόισμα, από εκατοντάδες φτερά.

Έκανε ένα βήμα στο δωμάτιο και ένα γεράκι όρμησε από την σκοτεινιά, με τα γαμψώνυχά του να γδέρνουν, περνώντας, το πρόσωπο του Πέριν. Αυτός σήκωσε το μπράτσο στα μάτια του ―γαμψώνυχα έγδαραν τον πήχη του― και προχώρησε τρεκλίζοντας προς το κλαρί. Τα πουλιά έρχονταν και ξανάρχονταν, γεράκια που βουτούσαν, που τον χτυπούσαν, τον έσχιζαν, αλλά αυτός προχωρούσε αγκομαχώντας, με το αίμα να κυλά στα χέρια και στους ώμους του, με το μπράτσο να προστατεύει τα μάτια του, που τα είχε στυλώσει στο γεράκι πάνω στο κλαρί. Είχε χάσει το σφυρί του· δεν ήξερε πού, αλλά ήξερε ότι, αν γυρνούσε για να το ψάξει, θα πέθαινε, πριν προλάβει να το βρει.

Όταν έφτασε στο κλαρί, τα γαμψώνυχα που τον έκοβαν τον ανάγκασαν να πέσει στα γόνατα. Κοίταξε κάτω από το μπράτσο του, κοίταξε το γεράκι στο κλαρί και εκείνο του αντιγύρισε το βλέμμα με μαύρα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν. Η αλυσίδα που του κρατούσε το πόδι ήταν δεμένη στο κλαρί, με μια μικρή κλειδαριά που είχε σχήμα σκαντζόχοιρου. Ο Πέριν άρπαξε την αλυσίδα και με τα δύο χέρια, αδιαφορώντας για τα άλλα γεράκια, που τώρα έγιναν ένας ανεμοστρόβιλος από κοφτερά νύχια ολόγυρά του και με την τελευταία ικμάδα της δύναμής του την έσπασε. Ο πόνος και τα γεράκια έφεραν το σκοτάδι.

Άνοιξε τα μάτια του μέσα σε αφόρητη αγωνία, σαν το πρόσωπο, τα χέρια και οι ώμοι του να ήταν κομμένοι από χίλια μαχαίρια. Δεν είχε σημασία. Η Φάιλε ήταν γονατισμένη από πάνω του, με εκείνα τα μαύρα, γερτά μάτια γεμάτα αγωνία και του σκούπιζε το πρόσωπο με ένα πανί, που ήδη ήταν μουσκεμένο από το αίμα του.

«Καημένε Πέριν μου», είπε μαλακά. «Καημένε σιδερά μου. Πληγώθηκες τόσο πολύ».

Με μια προσπάθεια, που του κόστισε κι άλλο πόνο, γύρισε το κεφάλι του. Ήταν η ιδιωτική τραπεζαρία στο Άστρο και κοντά στο πόδι του τραπεζιού ήταν ένα ξύλινο αγαλματάκι, που παρίστανε ένα σκαντζόχοιρο, σπασμένο στη μέση. «Φάιλε», της ψιθύρισε. «Γεράκι μου».

Ο Ραντ ήταν ακόμα στην Καρδιά της Πέτρας, αλλά ήταν διαφορετική. Εδώ δεν υπήρχαν άντρες να πολεμούν, δεν υπήρχαν νεκροί, δεν υπήρχε κανένας, εκτός από αυτόν. Ξαφνικά, ο ήχος ενός μεγάλου γκονγκ αντήχησε στην Πέτρα και ύστερα ξανά. Δονήθηκαν ακόμα και οι πέτρες κάτω από τα πόδια του. Ο βρόντος του ακούστηκε και τρίτη φορά, αλλά κόπηκε απότομα, σαν να είχε θρυμματιστεί το γκονγκ. Έπεσε σιωπή.

Πού είναι αυτό το μέρος; αναρωτήθηκε. Το σημαντικότερο, πού είναι ο Μπα’άλζαμον;

Σαν σε απάντηση, μια φλεγόμενη στήλη, σαν εκείνη που είχε κάνει η Μουαραίν, εκτοξεύθηκε από τις σκιές ανάμεσα στις κολώνες, κατευθείαν προς το στήθος του. Ο καρπός του έστριψε ενστικτωδώς το σπαθί· ήταν εν μέρει το ένστικτο, που τον έκανε να εξαπολύσει ροές από σαϊντίν στο Καλαντόρ, μια πλημμύρα Δύναμης που έκανε το σπαθί να αστράψει δυνατότερα ακόμα κι από τη στήλη που χιμούσε πάνω του. Η ασταθής ισορροπία του μεταξύ ύπαρξης και καταστροφής τρεμούλιασε. Σίγουρα αυτός ο χείμαρρος θα τον κατάπινε.