Выбрать главу

Το φωτεινό κοντάρι χτύπησε τη λεπίδα του Καλαντόρ ― και χωρίστηκε από την κόψη του, άνοιξε στα δύο και πέρασε δεξιά κι αριστερά του Ραντ. Αυτός ένιωσε το σακάκι του να καψαλίζεται στις άκρες από το διάβα του κονταριού και μύρισε το μαλλί του, που είχε αρχίσει να καίγεται. Πίσω του, τα δύο δόντια της παγωμένης φωτιάς, του υγρού φωτός, χτύπησαν τις πελώριες κολώνες από κοκκινόπετρα· εκεί που έπεσαν, η πέτρα έπαψε να υπάρχει και τα φλεγόμενα δόντια πέρασαν σε άλλες κολώνες, τρυπώντας τες κι εκείνες ακαριαία. Η Καρδιά της Πέτρας μούγκρισε, καθώς οι κολώνες έπεφταν και τσακίζονταν μέσα σε σύννεφα σκόνης και πίδακες από ερείπια. Αυτό που έπεφτε στο φως, όμως, απλώς... δεν υπήρχε πια.

Ένα γρύλισμα οργής ακούστηκε από τις σκιές και η πύρινη στήλη από καθαρή λευκή θερμότητα εξαφανίστηκε.

Ο Ραντ σπάθισε με το Καλαντόρ, σαν να χτυπούσε κάτι μπροστά του. Το λευκό φως που έκρυβε τη λεπίδα επιμηκύνθηκε, προχώρησε φλογισμένο και εισχώρησε στην κολώνα που έκρυβε το γρύλισμα. Η στιλβωμένη πέτρα κόπηκε σαν μετάξι. Η κομμένη κολώνα τρεμούλιασε· ένα μέρος της ξεκόλλησε, έπεσε από το ταβάνι και τσακίστηκε στο πάτωμα, αφήνοντας πελώρια, κοφτερά χαλάσματα. Καθώς το τρέμουλο καταλάγιαζε, ο Ραντ άκουσε, πιο πέρα, τον ήχο από μπότες στην πέτρα. Μπότες που έτρεχαν.

Με το Καλαντόρ προτεταμένο, ο Ραντ έτρεξε στο κατόπι του Μπα’άλζαμον.

Η ψηλή καμάρα που έβγαζε από την Πέτρα κατέρρευσε καθώς την έφτανε κι ολόκληρος ο τοίχος γκρεμίστηκε μέσα σε σύννεφα σκόνης και βράχων, σαν να ήθελε να τον θάψει, αλλά ο Ραντ του έριξε τη Δύναμη και όλα έγιναν σκόνη που αιωρούνταν. Συνέχισε να τρέχει. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς είχε κάνει, πώς το είχε κάνει, αλλά δεν είχε τώρα χρόνο να το σκεφτεί. Έτρεξε πίσω από τα βήματα του Μπα’άλζαμον, που χάνονταν στο βάθος, αντηχώντας στους διαδρόμους της Πέτρας.

Μυρντράαλ και Τρόλοκ πήδηξαν από το πουθενά, πελώριες, ζωώδεις μορφές και ανόφθαλμα πρόσωπα, παραμορφωμένα από τη λύσσα τους να σκοτώσουν, κατά εκατοντάδες, τόσοι που ξεχείλιζαν τους διαδρόμους μπρος και πίσω του, με σπαθιά σαν δρεπάνια και λεπίδες από θανατηφόρο, μαύρο ατσάλι, που αναζητούσαν το αίμα του. Χωρίς να ξέρει πώς το έκανε, τους μετέτρεψε όλους σε αχνούς που χώριζαν μπροστά του ― και χάνονταν. Ο αέρας γύρω του, ξαφνικά, έγινε καπνιά που τον έπνιγε, κλείνοντάς του τα ρουθούνια, φράζοντας την αναπνοή του, αλλά τον ξανάκανε φρέσκο, μια δροσερή αχλύ. Φλόγες ξεπήδησαν από το πάτωμα κάτω από τα πόδια του, χύθηκαν από τους τοίχους, το ταβάνι, μανιασμένοι πίδακες που έκαψαν υφαντά, χαλιά, τραπέζια, σεντούκια, τα έκαναν συννεφάκια στάχτης, ενώ τα διακοσμητικά και τις λάμπες μπροστά του τα έκαναν σταγόνες λιωμένου, πυρωμένου χρυσού· ισοπέδωσε τις φλόγες, τις σκλήρυνε και τις έκανε ένα κόκκινο βερνίκι στην πέτρα.

Οι πέτρες γύρω του ξεθώριασαν, σχεδόν έγιναν ομίχλη· ξεθώριασε η Πέτρα ολόκληρη. Η πραγματικότητα σείστηκε· την ένιωσε να ξετυλίγεται, ένιωσε τον εαυτό του να ξετυλίγεται. Κάτι τον έσπρωχνε σε κάποιο άλλο μέρος, όπου δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Τα Καλαντόρ φλεγόταν στα χέρια του σαν τον ήλιο, του φάνηκε πως θα έλιωνε. Του φάνηκε ότι και ο ίδιος θα έλιωνε από την παλίρροια της Μίας Δύναμης που περνούσε από μέσα του, την πλημμύρα που με κάποιον τρόπο την κατηύθυνε έτσι ώστε να σφραγίσει την τρύπα που είχε ανοιχτεί γύρω του και να τον κρατήσει στην πλευρά της ύπαρξης. Η Πέτρα ξανάγινε στερεή.

Δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι ήταν αυτά που έκανε. Η Μία Δύναμη λυσσομανούσε μέσα του, ώσπου σχεδόν δεν γνώριζε τον εαυτό του, ώσπου σχεδόν δεν ήταν ο εαυτός του, μέχρι που αυτό που ήταν ο εαυτός του σχεδόν δεν υπήρχε. Η ισορροπία του παράπαιε. Ολόγυρά του υπήρχε μια ατέλειωτη πτώση, ο αφανισμός από τη Δύναμη, που ταξίδευε μέσω του εαυτού του στο σπαθί. Μονάχα στο χορό πάνω στην αιχμηρή κόψη του σπαθιού υπήρχε κάποια —αβέβαιη έστω― σιγουριά. Το Καλαντόρ έλαμπε στη χούφτα του. Του φάνηκε, στο τέλος, ότι ήταν εκεί ο ήλιος. Αμυδρά μέσα του, τρεμοσβήνοντας σαν φλόγα κεριού σε καταιγίδα, είχε τη βεβαιότητα ότι, αν κρατούσε το Καλαντόρ, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα πάντα.

Έτρεξε σε ατέλειωτους διαδρόμους, χορεύοντας στο ξυράφι, κυνηγώντας εκείνον που θα τον έσφαζε, εκείνον που έπρεπε να σφάξει. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να υπάρξει άλλο τέλος. Αυτή τη φορά, ένας από τους δύο έπρεπε να πεθάνει! Ήταν φανερό ότι κι ο Μπα’άλζαμον το γνώριζε καλά αυτό. Το έσκαγε, έμενε πάντα μπροστά του κι έτσι μόνο οι ήχοι της φυγής του τραβούσαν τον Ραντ, αλλά ακόμα και διαφεύγοντας έστρεφε αυτή την Πέτρα του Δακρύου —που δεν ήταν η Πέτρα του Δακρύου― εναντίον του Ραντ και ο Ραντ αντιμαχόταν με το ένστικτο, με εικασίες, με τύχη, αντιμαχόταν και έτρεχε σε εκείνη την κόψη του ξυραφιού, σε τέλεια ισορροπία με τη Δύναμη ― το εργαλείο και το όπλο που θα τον έκαναν παρανάλωμα του πυρός αν σκόνταφτε.