Выбрать главу

Ένας-ένας, άντρες με πέπλα και άντρες με θώρακες γονάτισαν μπροστά του κραυγάζοντας: «Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε! Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε!»

56

Ο Λαός του Δράκοντα

Σε όλη την πόλη του Δακρύου οι άνθρωποι ξύπνησαν με την αυγή, μιλώντας για τα όνειρα που είχαν δει — όνειρα με τον Δράκοντα να πολεμά τον Μπα’άλζαμον στην Καρδιά της Πέτρας και όταν η ματιά τους υψώθηκε στο μεγάλο φρούριο της Πέτρας, είδαν ένα λάβαρο να ανεμίζει στην πιο ψηλή κορφή του. Σε άσπρο φόντο κυλούσε μια φιδίσια μορφή, σαν μεγάλο ερπετό με πορφυρό και χρυσό χρώμα στις φολίδες, αλλά με χρυσή, λιονταρίσια χαίτη και τέσσερα πόδια, που το καθένα είχε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ήρθαν άνθρωποι από την Πέτρα, σαστισμένοι και φοβισμένοι, και μίλησαν μουδιασμένοι για όσα είχαν συμβεί τη νύχτα. Άντρες και γυναίκες γέμισαν τους δρόμους κλαίγοντας, καθώς ανέκραζαν την εκπλήρωση της Προφητείας.

«Ο Δράκοντας!» φώναζαν. «Αλ’Θορ! Ο Δράκοντας! Αλ’Θορ!»

Κοιτάζοντας από μια σχισμή για βέλη στα τοιχώματα της Πέτρας, ο Ματ κούνησε το κεφάλι, ενώ άκουγε τις φωνές που ξεπηδούσαν από την πόλη κατά κύματα. Ε, μπορεί και να είναι. Ακόμα δυσκολευόταν να συνηθίσει την ιδέα ότι ο Ραντ ήταν στ’ αλήθεια εκεί πέρα.

Οι πάντες στην Πέτρα έμοιαζαν να συμφωνούν με το πλήθος από κάτω ή, αν δεν συμφωνούσαν, δεν το έλεγαν. Είχε δει τον Ραντ μόνο μια φορά από την προηγούμενη νύχτα, να διασχίζει ένα διάδρομο με το Καλαντόρ στο χέρι, περικυκλωμένος από δεκάδες πεπλοφόρους Αελίτες, ένα σμάρι από Δακρινούς πίσω του, έναν κόμπο Υπερασπιστές της Πέτρας και μερικούς εναπομείναντες Υψηλούς Άρχοντες. Οι Υψηλοί Άρχοντες έμοιαζαν να πιστεύουν ότι Ραντ θα τους χρειαζόταν για να κυβερνήσει τον κόσμο· οι Αελίτες, όμως, τους κρατούσαν όλους σε απόσταση με αιχμηρές ματιές και με δόρατα όταν υπήρχε ανάγκη. Σίγουρα πίστευαν ότι ο Ραντ ήταν ο Δράκοντας, αν και τον αποκαλούσαν Εκείνος που Έρχεται με την Αυγή. Υπήρχαν κοντά στους διακόσιους Αελίτες στην Πέτρα. Είχαν χάσει το ένα τρίτο των δυνάμεων τους στη μάχη, αλλά είχαν σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει δεκαπλάσιους Υπερασπιστές.

Γυρνώντας από τη σχισμή, το βλέμμα του έπεσε στον Ρούαρκ. Σε μια άκρη του δωματίου υπήρχε ένα ψηλό αναλόγιο, που αποτελούνταν σκαλισμένους και στιλβωμένους όρθιους τροχούς από κάποιο ανοιχτόχρωμο ξύλο με σκούρες ρίγες, που ανάμεσά τους είχαν ράφια, κρεμασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε όλα να μένουν επίπεδα καθώς οι τροχοί περιστρέφονταν. Κάθε ράφι είχε ένα μεγάλο βιβλίο, χρυσόδετο, με αστραφτερά πετράδια να στολίζουν τα εξώφυλλα. Ο Αελίτης είχε ανοίξει ένα βιβλίο και διάβαζε. Του Ματ του φάνηκε ότι ήταν κάποια δοκίμια. Ποιος να το πίστευε ότι οι Αελίτες διαβάζουν βιβλία; Ποιος να το πίστευε ότι οι Αελίτες ξέρουν να διαβάζουν;

Ο Ρούαρκ έριξε μια ματιά προς το μέρος του, με μάτια ψυχρά γαλανά και βλέμμα ευθύ. Ο Ματ κοίταξε βιαστικά αλλού, πριν ο Αελίτης διαβάσει τις σκέψεις του στο πρόσωπό του. Τουλάχιστον δεν φορά το πέπλο, δόξα στο Φως! Που να καώ, εκείνη η Αβιέντα παραλίγο να μου πάρει το κεφάλι όταν τη ρώτησα αν ξέρει άλλους χορούς, χωρίς δόρατα. Η Μπάιν και η Τσιάντ ήταν άλλο ένα πρόβλημα. Ήταν, βέβαια, όμορφες και κάτι παραπάνω από φιλικές, αλλά δεν κατάφερνε να μιλήσει στη μια χωρίς να είναι μπροστά η άλλη. Οι άντρες Αελίτες έμοιαζαν να θεωρούν αστείες τις προσπάθειές του να ξεμοναχιάσει τη μια τους και, μάλιστα, το ίδιο σκέφτονταν και εκείνες οι δύο. Οι γυναίκες είναι παράξενες, αλλά οι Αελίτισσες κάνουν το παράξενο να μοιάζει φυσιολογικό!

Το μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, με περίτεχνα σκαλίσματα, επιχρυσωμένες άκρες και χοντρά πόδια, ήταν γιο τις συγκεντρώσεις των Υψηλών Αρχόντων. Η Μουαραίν καθόταν σε μια από τις καρέκλες που έμοιαζαν με θρόνους, που στην ψηλή ράχη της είχε το Λάβαρο της Ημισελήνου του Δακρύου, δουλεμένο με χρυσάφι, στιλβωμένο καρνεόλιο και όστρακα. Η Εγκουέν, η Νυνάβε και η Ηλαίην κάθονταν κοντά της.

«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Πέριν είναι εδώ, στο Δάκρυ», είπε η Νυνάβε. «Σίγουρα είναι καλά;»

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Περίμενε να βρει τον Πέριν στην Πέτρα την προηγούμενη νύχτα· ο σιδεράς ήταν όχι μόνο μυαλωμένος, αλλά και γενναίος.

«Καλά ήταν όταν τον άφησα». Η φωνή της Μουαραίν ήταν γαλήνια. «Αν είναι ακόμα καλά, αυτό δεν το ξέρω. Η... παρέα του αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο και μπορεί να αναμίχθηκε κι αυτός».

«Η παρέα του;» είπε έντονα η Εγκουέν. «Τι... Ποια παρέα είναι αυτή;»

«Τι κίνδυνο;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε.

«Δεν είναι κάτι που σε αφορά», είπε ήρεμα η Νυνάβε. «Σε λίγο θα πάω να τη φροντίσω. Καθυστέρησα μονάχα για να σας δείξω κάτι, το οποίο βρήκα ανάμεσα στα τερ’ανγκριάλ και τα υπόλοιπα αντικείμενα της Δύναμης που είχαν συλλέξει με τα χρόνια οι Υψηλοί Άρχοντες». Έβγαλε κάτι από το πουγκί της και το άφησε στο τραπέζι μπροστά της. Ήταν ένας δίσκος στο μέγεθος ανθρώπινης παλάμης, που έμοιαζε φτιαγμένος από δύο δάκρυα συνταιριασμένα, το ένα μαύρο σαν κατράμι, το άλλο άσπρο σαν το χιόνι.