Ο Ματ σαν να θυμόταν ότι είχε δει κι άλλα τέτοια. Αρχαία, σαν κι αυτό, αλλά τσακισμένα, ενώ αυτό εδώ ήταν απείραχτο. Είχε δει τρία· όχι και τα τρία μαζί, μα όλα ήταν σπασμένα σε κομμάτια. Όμως αυτό ήταν αδύνατον· θυμήθηκε ότι ήταν κατασκευασμένα από κουεντιγιάρ, που δεν το έσπαζε καμία δύναμη, ούτε ακόμα και η Μία Δύναμη.
«Μία από τις επτά σφραγίδες που ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας και οι Εκατό Σύντροφοι είχαν βάλει στη φυλακή του Σκοτεινού, όταν τη σφράγισαν ξανά», είπε η Ηλαίην κατανεύοντας, σαν να επιβεβαίωνε και τη δική της μνήμη.
«Ακριβέστερα», της είπε η Μουαραίν, «ένα σημείο εστίασης για μία από τις σφραγίδες. Αλλά κατ’ ουσία έχεις δίκιο. Στο Τσάκισμα του Κόσμου τις σκόρπισαν και τις έκρυψαν για ασφάλεια· μετά, τους Πολέμους των Τρόλοκ, χάθηκαν στ’ αλήθεια». Ξεφύσησε. «Άρχισα να μιλάω σαν τη Βέριν».
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. «Θα έπρεπε να περιμένω ότι θα έβρισκα εδώ κάτι τέτοιο. Δυο φορές άλλοτε ο Ραντ αντιμετώπισε τον Μπα’άλζαμον· και τις δυο φορές, ήταν παρούσα τουλάχιστον μία από τις σφραγίδες».
«Κι αυτή τη φορά άθικτη», είπε η Νυνάβε. «Για πρώτη φορά, η σφραγίδα είναι άθικτη. Λες κι αυτό έχει σημασία τώρα».
«Νομίζεις ότι δεν έχει σημασία;» Η φωνή της Μουαραίν ήταν επικίνδυνη μέσα στην ηρεμία της και οι άλλες γυναίκες την κοίταξαν σμίγοντας τα φρύδια.
Ο Ματ κοίταξε το ταβάνι. Συνεχώς μιλούσαν για ασήμαντα πράγματα. Δεν του άρεσε που στεκόταν στα πέντε μέτρα από το δίσκο, τώρα που ήξερε τι ήταν, όσο μεγάλη κι αν ήταν η αξία του κουεντιγιάρ, αλλά... «Με συγχωρείτε;» είπε.
Όλες γύρισαν και τον κοίταξαν, σαν να διέκοπτε κάτι σημαντικό. Που να καώ! Τρέξε να τις γλιτώσεις από το κελί της φυλακής, σώσε τους τη ζωή πέντε-έξι φορές την ίδια νύχτα και σε αγριοκοιτάζουν σαν τις άτιμες τις Άες Σεντάι! Κι ούτε που μου είπαν ευχαριστώ. Θα έλεγε κανείς ότι είχα χώσει τη μύτη μου εκεί που δεν με ήθελαν, ενώ εγώ απλώς σταμάτησα τον Υπερασπιστή που πήγαινε να κόψει τη μία τους με το σπαθί του. Φωναχτά, είπε με πράο τόνο: «Δεν σας πειράζει να κάνω μια ερώτηση, έτσι δεν είναι; Όλες σας μιλάτε γι’ αυτές τις... γ... τις υποθέσεις των Άες Σεντάι και καμιά δεν έκανε τον κόπο να μου πει κάτι».
«Ματ;» είπε προειδοποιητικά η Νυνάβε τραβώντας την πλεξούδα της, αλλά η Μουαραίν, με γαλήνη που είχε μονάχα μια νότα ανυπομονησίας, είπε: «Τι είναι αυτό που θέλεις να μάθεις;»
«Θέλω να μάθω πώς γίνεται να συμβαίνουν όλα αυτά». Ήθελε να μιλήσει μαλακά, όμως ασυναίσθητα ο τόνος του γινόταν πιο έντονος καθώς συνέχιζε. «Η Πέτρα του Δακρύου έπεσε! Οι Προφητείες έλεγαν ότι αυτό δεν θα συμβεί πριν έρθει ο Λαός του Δράκοντα. Αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε ο Λαός του Δράκοντα; Εσύ, εγώ, ο Λαν και καμιά διακοσαριά παλιο-Αελίτες;» Τη νύχτα είχε δει τον Πρόμαχο· μεταξύ του Λαν και των Αελιτών, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει ποιος ήταν ο πιο επικίνδυνος. Όταν ο Ρούαρκ ορθώθηκε για να τον κοιτάξει, πρόσθεσε βιαστικά: «Α, με συγχωρείς, Ρούαρκ. Μου ξέφυγε».
«Ίσως», είπε αργά η Μουαραίν. «Ήρθα για να εμποδίσω τον Μπε’λάλ να σκοτώσει τον Ραντ. Δεν περίμενα ότι θα έβλεπα την Πέτρα να πέφτει. Ίσως να είμαστε εμείς. Οι προφητείες εκπληρώνονται με τον τρόπο που εννοούν, όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι».
Ο Μπε’λάλ. Ο Ματ ανατρίχιασε. Είχε ακούσει αυτό το όνομα την προηγούμενη νύχτα και δεν ένιωθε καλύτερα ακούγοντάς το τώρα, στο φως. Αν ήξερε ότι ήταν ελεύθερος ένας Αποδιωγμένος —και μάλιστα μέσα στην Πέτρα― δεν θα πλησίαζε αυτό το μέρος. Έριξε μια ματιά στην Εγκουέν, στη Νυνάβε και την Ηλαίην. Ε, θα ερχόμουν σαν ποντίκι, όχι παλεύοντας με κόσμο δεξιά κι αριστερά! Ο Σάνταρ είχε βγει από την Πέτρα με το χάραμα· ισχυριζόταν ότι θα πήγαινε τα νέα στη Μητέρα Γκουένα, αλλά ο Ματ πίστευε ότι το έκανε για να γλιτώσει τα βλέμματα αυτών των τριών γυναικών, που τον κοίταζαν σαν να μην είχαν αποφασίσει ακόμα τι θα τον έκαναν.
Ο Ρούαρκ ξερόβηξε. «Όταν ένας άντρας επιθυμεί να γίνει αρχηγός φατρίας, πρέπει να πάει στο Ρουίντιαν, στη γη του Τζεν Αελ, της φατρίας που δεν υπάρχει». Μιλούσε αργά και συχνά συνοφρυωνόταν, κοιτάζοντας το μεταξωτό χαλί με τα κόκκινα κρόσσια κάτω από τις μαλακές μπότες του, σαν άνθρωπος που προσπαθεί να εξηγήσει κάτι που δεν θέλει. «Οι γυναίκες που επιθυμούν να γίνουν Σοφές κάνουν κι αυτές το ίδιο ταξίδι, αλλά το σημάδι τους, αν σημαδευτούν, το κρατάνε μυστικό γι’ αυτές μόνο. Οι άντρες που επιλέγονται στο Ρουίντιαν, όσοι επιζήσουν, επιστρέφουν σημαδεμένοι στο αριστερό μπράτσο. Έτσι».