Выбрать главу

«Ναι», είπε αργά ο Σίμιον. «Ναι, το καταλαβαίνω». Δίστασε και μετά ένευσε και έδειξε με το κεφάλι την πόρτα της παράγκας.

Ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόταν ο Πέριν. Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και στάθηκε στο πλάι.

Για μια στιγμή, ο Νόαμ έμεινε να κοιτάζει την ανοιχτή πόρτα. Χίμηξε απότομα από το κλουβί τρέχοντας στα τέσσερα, αλλά με εκπληκτική σβελτάδα. Βγήκε από το κλουβί, βγήκε από την παράγκα και χώθηκε στη νύχτα. Το Φως να μας βοηθήσει και τους δύο, σκέφτηκε ο Πέριν.

«Μάλλον είναι καλύτερο γι’ αυτόν να είναι ελεύθερος». Ο Σίμιον τίναξε το κεφάλι του. «Αλλά δεν ξέρω τι θα πει ο αφέντης Χάροντ όταν βρει την πόρτα να χάσκει και τον Νόαμ εξαφανισμένο».

Ο Πέριν έκλεισε την πόρτα του κλουβιού· η μεγάλη κλειδαριά έκανε ένα ξερό «κλικ» όταν την ασφάλισε. «Ας λύσει μόνος του το αίνιγμα».

Ο Σίμιον άφησε ένα κοφτό γελάκι, που κόπηκε απότομα. «Δεν θα το αφήσει έτσι. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι. Μερικοί λένε ότι ο Νόαμ έγινε λύκος —με τρίχωμα, με τα πάντα!― όταν δάγκωσε τη μητέρα Ρουν. Δεν είναι αλήθεια, αλλά έτσι λένε».

Ριγώντας, ο Πέριν έγειρε το κεφάλι στην πόρτα του κλουβιού. Μπορεί να μην έχει τρίχωμα, αλλά είναι λύκος. Είναι λύκος, όχι άνθρωπος. Φως μου, βοήθησέ με.

«Δεν τον είχαμε ανέκαθεν εδώ», είπε ξαφνικά ο Σίμιον. «Ήταν στο σπίτι της μητέρας Ρουν, αλλά αυτή κι εγώ είπαμε στον αφέντη Χάροντ να τον φέρουμε εδώ μετά τους Λευκομανδίτες. Πάντα έχουν έναν κατάλογο με ονόματα, Σκοτεινόφιλους τους οποίους ψάχνουν. Ένα από τα ονόματα που είχαν οι Λευκομανδίτες ήταν κάποιου Πέριν Αϋμπάρα, ενός σιδερά. Είπαν ότι έχει κίτρινα μάτια και τριγυρνά με τους λύκους. Καταλαβαίνεις γιατί δεν ήθελα να δουν τον Νόαμ».

Ο Πέριν γύρισε λιγάκι το κεφάλι, όσο για να κοιτάξει τον Σίμιον πάνω από τον ώμο του. «Νομίζεις ότι αυτός ο Πέριν Αϋμπάρα είναι Σκοτεινόφιλος;»

«Ένας Σκοτεινόφιλος δεν θα νοιαζόταν αν ο αδερφός μου πέθαινε στο κλουβί. Μου φαίνεται ότι εκείνη σε βρήκε λίγο αφότου έγινε αυτό. Πρόφτασε να βοηθήσει. Εύχομαι να είχε έρθει στην Τζάρα λίγους μήνες πρωτύτερα».

Ο Πέριν ντράπηκε που είχε παρομοιάσει αυτό τον άνθρωπο με βατράχι. «Κι εγώ εύχομαι να μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτόν». Μακάρι να μπορούσε, που να καώ. Ξαφνικά, του ήρθε η σκέψη ότι ολόκληρο το χωριό πρέπει να ήξερε για τον Νόαμ. Για τα μάτια του. «Σίμιον, θα μου φέρεις να φάω κάτι στο δωμάτιό μου;» Μπορεί πριν ο αφέντης Χάροντ και οι άλλοι να ήταν απορροφημένοι με τον Λόιαλ και γι’ αυτό να μην είχαν προσέξει τα δικά του μάτια, αλλά σίγουρα θα τα πρόσεχαν, αν έτρωγε στην κοινή αίθουσα.

«Φυσικά. Και το πρωί, επίσης. Δεν χρειάζεται να κατέβεις, παρά μόνο όταν θα είσαι έτοιμος να καβαλήσεις το άλογό σου».

«Είσαι καλός άνθρωπος, Σίμιον. Καλός άνθρωπος». Ο Σίμιον φάνηκε να το χαίρεται τόσο αυτό, που ο Πέριν ξανάνιωσε ντροπή.

9

Λυκίσια Όνειρα

Ο Πέριν γύρισε στο δωμάτιό του από τον πίσω δρόμο και έπειτα από λίγο ο Σίμιον ανέβηκε κουβαλώντας ένα σκεπασμένο δίσκο. Το πανί δεν έκρυβε τις ευωδιές από το ψημένο αρνί, τα φασολάκια, τα γογγύλια και το φρεσκοψημένο ψωμί, αλλά ο Πέριν έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ατενίζοντας το ασβεστωμένο ταβάνι, ώσπου οι μυρωδιές κρύωσαν. Στο κεφάλι του στριφογυρνούσαν εικόνες του Νόαμ. Του Νόαμ να μασάει τα ξύλινα κάγκελα. Του Νόαμ να τρέχει και να χάνεται στο σκοτάδι. Προσπάθησε να σκεφτεί την κατασκευή της κλειδαριάς, το προσεκτικό σβήσιμο και πλάσιμο του ατσαλιού, αλλά ήταν χαμένος κόπος.

Μη δίνοντας σημασία στο δίσκο, σηκώθηκε και βγήκε στο διάδρομο για το δωμάτιο της Μουαραίν. Όταν χτύπησε απαλά την πόρτα, εκείνη του απάντησε «Έλα μέσα, Πέριν».

Για μια στιγμή, του ξανάρθαν στο νου όλες οι παλιές ιστορίες για τις Άες Σεντάι, αλλά τις παραμέρισε και άνοιξε την πόρτα.

Η Μουαραίν ήταν μόνη της —ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό — και καθόταν, ισορροπώντας ένα μελανοδοχείο στο γόνατό της και γράφοντας σε ένα μικρό, δερματόδετο βιβλιαράκι. Έκλεισε το μελανοδοχείο και σκούπισε την ατσαλένια μύτη της πέννας της σε ένα κομματάκι περγαμηνής, δίχως να τον κοιτάξει. Στο τζάκι ήταν αναμμένη η φωτιά.

«Εδώ και ώρα σε περιμένω», του είπε. «Δεν μίλησα άλλοτε γι’ αυτό, επειδή ήταν φανερό ότι δεν ήθελες να μιλήσω. Όμως, μετά τα αποψινά... Τι θέλεις να μάθεις;»

«Αυτό με περιμένει;» τη ρώτησε. «Αυτό το τέλος θα έχω;»