Όταν ξαναβρέθηκε στο δωμάτιό του, χαλάρωσε το φράγμα που είχε βάλει στον εαυτό του, το χαλάρωσε λιγάκι μόνο, άφησε τις αισθήσεις του να απλωθούν. Οι λύκοι ήταν ακόμα εκεί έξω, πέρα από τα όρια του χωριού, ολόγυρα από την Τζάρα. Σχεδόν αμέσως άσκησε πάλι όσο αυστηρά μπορούσε τον αυτοέλεγχό του. «Αυτό που θέλω είναι μια πόλη», μουρμούρισε. Η πόλη θα τους κρατούσε σε απόσταση. Αφού πρώτα να βρω τον Ραντ. Αφού πρώτα τελειώσω ό,τι είναι να τελειώσω μαζί του. Δεν ήξερε αν και πόσο λυπόταν που η Μουαραίν δεν ήθελε να τον θωρακίσει. Η Μία Δύναμη ή οι λύκοι· κανένας άνθρωπος δεν έπρεπε να βρεθεί σε τέτοιο δίλημμα.
Δεν άναψε τα ξύλα, που περίμεναν έτοιμα στο τζάκι, αλλά άνοιξε διάπλατα και τα δύο παράθυρα. Ο παγωμένος αέρας της νύχτας χίμηξε μέσα. Πέταξε τις κουβέρτες και το μαξιλάρι στο πάτωμα και ξάπλωσε ντυμένος στο γεμάτο λακκούβες κρεβάτι, χωρίς να ψάξει για μια πιο βολική θέση. Η τελευταία του σκέψη, πριν τον πάρει ο ύπνος, ήταν ότι, αν υπήρχε κάτι που θα τον εμπόδιζε να κοιμηθεί βαθιά και να δει επικίνδυνα όνειρα, αυτό θα ήταν το στρώμα.
Βρισκόταν σε ένα μακρύ διάδρομο με ψηλό, πέτρινο ταβάνι και τοίχους που γυάλιζαν από την υγρασία, γεμάτος αλλόκοτες σκιές. Οι σκιές σχημάτιζαν στραβές λωρίδες και σταματούσαν απότομα, όπως άρχιζαν, υπερβολικά σκοτεινές, αν λάμβανε κανείς υπόψη το φως ανάμεσά τους. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα από πού ερχόταν εκείνο το φως.
«Όχι», είπε και ύστερα πρόσθεσε πιο δυνατά: «Όχι! Είναι όνειρο. Θέλω να ξυπνήσω. Ξύπνα!»
Ο διάδρομος δεν άλλαξε.
Κίνδυνος. Ήταν η σκέψη ενός λύκου, αμυδρή και απόμακρη.
«Θα ξυπνήσω. Και βέβαια θα ξυπνήσω!» Βρόντηξε τη γροθιά του στον τοίχο. Πόνεσε, αλλά δεν ξύπνησε. Του φάνηκε πως μια φιδίσια σκιά είχε κινηθεί για να αποφύγει το χτύπημά του.
Τρέξε, αδελφέ. Τρέξε.
«Άλτη;» απόρησε. Ήταν σίγουρος πως ήξερε το λύκο του οποίου τις σκέψεις άκουγε. Ο Άλτης, που ζήλευε τους αετούς. «Ο Άλτης είναι πεθαμένος».
Τρέξε!
Ο Πέριν το έβαλε στα πόδια, κρατώντας με το ένα χέρι το τσεκούρι του για να μην τον χτυπά η λαβή στο πόδι. Δεν είχε ιδέα προς τα πού έτρεχε, ούτε γιατί, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει την αγωνία στο μήνυμα του Άλτη. Ο Άλτης είναι πεθαμένος, σκέφτηκε. Είναι πεθαμένος! Αλλά ο Πέριν συνέχισε να τρέχει.
Άλλοι διάδρομοι έκοβαν εκείνον στον οποίο έτρεχε σχηματίζοντας παράξενες γωνίες, μερικές φορές κατηφορίζοντας, άλλες ανηφορίζοντας. Όμως, κανένας δεν έδειχνε διαφορετικός από αυτόν. Υγροί, πέτρινοι τοίχοι, χωρίς πόρτες, με λωρίδες σκοταδιού.
Πλησιάζοντας μια διασταύρωση, σταμάτησε απότομα. Εκεί στεκόταν κάποιος άντρας, που τον κοίταζε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με απορία, φορώντας σακάκι και παντελόνι σε παράξενο στυλ· το σακάκι φάρδαινε στους γοφούς του και το παντελόνι στις μπότες. Τα ρούχα του ήταν κατακίτρινα και οι μπότες είχαν το ίδιο χρώμα, ελάχιστα πιο ανοιχτό.
«Αυτό, πια, δεν το αντέχω», είπε ο άντρας, όχι στον Πέριν, αλλά μονολογώντας. Είχε παράξενη προφορά, γοργή και κοφτή. «Όχι μόνο ονειρεύομαι χωρικούς, αλλά είναι, μάλιστα, ξένοι χωρικοί, κρίνοντας από τα ρούχα. Φύγε από τα όνειρά μου, άνθρωπέ μου!»
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Πέριν. Ο άλλος ύψωσε τα φρύδια, σαν να είχε προσβληθεί.
Οι λωρίδες της σκιάς ολόγυρά τους σπαρτάρισαν. Μίας η άκρη ξεκόλλησε από το ταβάνι, χαμήλωσε αργά και άγγιξε το κεφάλι του παράξενου ανθρώπου. Έδειξε να μπλέκεται στα μαλλιά του. Τα μάτια του γούρλωσαν και μετά όλα φάνηκαν να συμβαίνουν την ίδια στιγμή. Η σκιά ξανανέβηκε στο ταβάνι με μια απότομη κίνηση, τραβώντας κάτι ανοιχτόχρωμο. Υγρές σταγόνες πιτσίλισαν στο πρόσωπο του Πέριν. Ένα ουρλιαχτό, που τράνταζε μέχρι και τα κόκαλα, έσχιζε τον αέρα.
Ο Πέριν, μαρμαρωμένος, κοίταξε τη ματωμένη μορφή με τα ρούχα του άντρα, που ούρλιαζε και σπαρταρούσε στο πάτωμα. Ασυναίσθητα, το βλέμμα του Πέριν σηκώθηκε προς το ανοιχτόχρωμο πράγμα, που έμοιαζε με αδειανό σακί και κρεμόταν από το ταβάνι. Η μαύρη λωρίδα είχε απορροφήσει ένα μέρος του, αλλά ο Πέριν δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει ότι ήταν ανθρώπινο δέρμα, που έμοιαζε να είναι μονοκόμματο, ολόκληρο.
Οι σκιές γύρω του άρχισαν να τρεμοπαίζουν γεμάτες προσμονή και ο Πέριν άρχισε να τρέχει, ενώ τον καταδίωκαν τα επιθανάτια ουρλιαχτά. Κατά μήκος των σκιερών λωρίδων έτρεχαν κυματάκια, ακολουθώντας τον.
«Άλλαξε, που να καείς!» φώναξε. «Ξέρω ότι είναι όνειρο! Που να σε κάψει το φως, άλλαξε!»
Πολύχρωμα υφαντά κρέμονταν στους τοίχους, ανάμεσα σε ψηλά, χρυσά κηροπήγια, που βαστούσαν δεκάδες κεριά και φώτιζαν τα άσπρα πλακάκια του πατώματος και το ταβάνι, που είχε ζωγραφισμένα πουπουλένια σύννεφα και εξωτικά πουλιά που πετούσαν. Σε ολόκληρο εκείνο τον πλατύ διάδρομο τίποτα δεν σάλευε, εκτός από τις τρεμουλιαστές φλόγες των κεριών, ούτε και στις μυτερές καμάρες από άσπρη πέτρα, που διέκοπταν εδώ κι εκεί τους τοίχους.