Κίνδυνος. Το μήνυμα ήταν ακόμα πιο αχνό τώρα. Και πιο αγωνιώδες, αν ήταν δυνατόν.
Με το τσεκούρι στο χέρι, ο Πέριν προχώρησε επιφυλακτικά στο διάδρομο, μουρμουρίζοντας μονάχος. «Ξύπνα. Ξύπνα, Πέριν. Όταν καταλαβαίνεις ότι είναι όνειρο, αλλάζει ή ξυπνάς. Ξύπνα, που να καείς!» Ο διάδρομος παρέμεινε πραγματικός, σαν τους άλλους που είχε περπατήσει ξύπνιος.
Έφτασε μπροστά στην πρώτη μυτερή, λευκή καμάρα. Έβγαζε σε μια πελώρια αίθουσα, που έμοιαζε να μην έχει παράθυρα, αλλά κατά τα άλλα ήταν επιπλωμένη με κάθε πολυτέλεια, σαν να ανήκε σε παλάτι, με έπιπλα σμιλεμένα και επιχρυσωμένα και στολισμένα με φίλντισι. Στο κέντρο της αίθουσας στεκόταν μια γυναίκα, που κοίταζε συνοφρυωμένη ένα κουρελιασμένο χειρόγραφο, ανοιχτό σε ένα τραπέζι. Μια μελαχρινή, μαυρομάτα καλλονή, με ρούχα κατάλευκα, όλο ασήμι.
Καθώς συνειδητοποιούσε ότι την ήξερε, την ίδια στιγμή εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάματα. Τα μάτια της πλάτυναν από κατάπληξη, από θυμό. «Εσύ! Τι ζητάς εδώ; Πώς...; Θα καταστρέψεις πράγματα που δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς!»
Ξαφνικά, το μέρος φάνηκε να γίνεται επίπεδο, σαν να κοίταζε τη ζωγραφιά ενός δωματίου. Η επίπεδη εικόνα γύρισε στο πλάι, έγινε μια λαμπερή, κάθετη γραμμή στο κέντρο μιας μαυρίλας. Η γραμμή άστραψε κάτασπρη και χάθηκε, αφήνοντας μόνο το σκοτάδι, που ήταν πιο μαύρο κι από το μαύρο.
Ακριβώς μπροστά από τις μπότες του Πέριν, τα πλακάκια του δαπέδου κόπηκαν απότομα. Καθώς τα κοίταζε, οι λευκές άκρες χάθηκαν μέσα στο μαύρο, σαν άμμος που την παρασέρνει το νερό. Έκανε βιαστικά προς τα πίσω.
Τρέξε.
Ο Πέριν γύρισε και εκεί μπροστά αντίκρισε τον Άλτη, ένα μεγάλο, γκρίζο λύκο, όλο γδαρσίματα και ουλές. «Είσαι πεθαμένος. Σε είδα να πεθαίνεις. Σε ένιωσα να πεθαίνεις!» Ένα μήνυμα πλημμύρισε το νου του Πέριν.
Τρέξε τώρα! Δεν πρέπει να είσαι εδώ πέρα. Κίνδυνος. Μεγάλος κίνδυνος. Χειρότερος απ’ όλους τους Ουδεγέννητους. Πρέπει να φύγεις. Φύγε τώρα! Τώρα!
«Πώς;» φώναξε ο Πέριν. «Θέλω να φύγω, αλλά πώς;» Φύγε! Με τα δόντια γυμνωμένα, ο Άλτης χίμηξε στο λαιμό του Πέριν.
Ο Πέριν άφησε μια πνιχτή κραυγή και ανακάθισε στο κρεβάτι, σηκώνοντας τα χέρια στο λαιμό για να σταματήσει το αίμα που κυλούσε. Άγγιξε μονάχα απείραχτο δέρμα. Ξεροκατάπιε με ανακούφιση, αλλά αμέσως μετά τα δάχτυλά του βρήκαν ένα υγρό σημείο.
Σχεδόν πέφτοντας από τη βιάση του, κατέβηκε από το κρεβάτι, πλησίασε σκοντάφτοντας τη λεκάνη που ήταν για πλύσιμο και άρπαξε την κανάτα, πιτσιλίζοντας νερό παντού καθώς γέμιζε τη λεκάνη. Το νερό έγινε ροζ καθώς ξέπλενε το πρόσωπό του. Ροζ από το αίμα του ανθρώπου με τα παράξενα ρούχα.
Το πανωφόρι και το παντελόνι του είχαν γεμίσει σκούρες βούλες. Τα έβγαλε βιαστικά και τα πέταξε στην πιο μακρινή γωνιά του δωματίου. Θα τα άφηνε εκεί πέρα. Ας τα έκαιγε ο Σίμιον.
Μια ριπή ανέμου μαστίγωσε το ανοιχτό παράθυρο. Ριγώντας, καθώς φορούσε μονάχα την πουκαμίσα και τα ασπρόρουχά του, κάθισε στο πάτωμα και έγειρε την πλάτη στο κρεβάτι. Έτσι άβολα είναι ό,τι πρέπει. Μια αίσθηση πίκρας χρωμάτιζε τις σκέψεις του ― και ανησυχίας και φόβου. Και αποφασιστικότητας. Δεν θα σταματήσω να το παλεύω. Ποτέ!
Ακόμα έτρεμε όταν, επιτέλους, τον πήρε ο ύπνος, ένα ρηχό μισοΰπνι στο οποίο αντιλαμβανόταν αόριστα το δωμάτιο γύρω του και την αίσθηση του κρύου. Αλλά τα άσχημα όνειρα που ακολούθησαν ήταν καλύτερα από κάποια άλλα.
Ο Ραντ ήταν κουλουριασμένος κάτω από τα δέντρα μέσα στη νύχτα, παρακολουθώντας το μαύρο σκυλί με τη δυνατή πλάτη να πλησιάζει την κρυψώνα του. Τον πονούσε το πλευρό του, η πληγή την οποία η Μουαραίν δεν μπορούσε να Θεραπεύσει, αλλά αυτός το αγνοούσε. Το φεγγάρι μόλις που έριχνε λίγο φως, ίσα για να διακρίνει το σκυλί, που έφτανε ως τη μέση του, με γερό λαιμό και ογκώδες κεφάλι, ενώ τα δόντια του έμοιαζαν να αστράφτουν, σαν υγρό ασήμι, μέσα στη νύχτα. Το σκυλί οσμίστηκε τον αέρα και ζύγωσε τον Ραντ με ένα ανάλαφρο τρεχαλητό.
Κοντύτερα, σκέφτηκε ο Ραντ. Έλα κοντύτερα. Να μην προειδοποιηθεί ο αφέντης σου αυτή τη φορά. Κοντύτερα. Έτσι μπράβο. Το σκυλί τώρα απείχε μονάχα δέκα βήματα κι ένα βαθύ μουγκρητό γουργούρισε στο στήθος του, καθώς ξαφνικά χίμηξε μπροστά. Προς τον Ραντ.
Τον γέμισε η Δύναμη. Κάτι τινάχτηκε από τα απλωμένα χέρια του· δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν. Ένα κοντάρι από λευκό φως, συμπαγές σαν ατσάλι. Υγρή φωτιά. Για μια στιγμή, καταμεσής σε εκείνο το κάτι, το σκυλί φάνηκε να γίνεται διαφανές και ύστερα χάθηκε.