Выбрать главу

Στην αρχή ακόμα της χρονιάς, που ο χειμώνας ήταν μόλις μια χθεσινή ανάμνηση, η κορυφή του Όρους του Δράκοντα ήταν ακόμα ντυμένη στα λευκά, αλλά εδώ κάτω τα χιόνια είχαν λιώσει. Τα πρώιμα βλαστάρια ξεπηδούσαν από το μουντό καφέ χρώμα του περσινού χορταριού και εκεί που υψώνονταν δέντρα στις αραιές, χαμηλές λοφοκορφές, εμφανίζονταν τα πρώτα κόκκινα αχνάρια της καινούριας βλάστησης. Είχε περάσει ένα χειμώνα ταξιδεύοντας· κάποιες φορές εγκλωβισμένη επί μέρες σε χωριουδάκια ή πρόχειρα στρατόπεδα, λόγω των καταιγίδων, άλλες φορές καταφέρνοντας να καλύψει πολύ μικρότερες αποστάσεις από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, με το χιόνι να φτάνει ως την κοιλιά των αλόγων ― ύστερα απ’ όλα αυτά, ήταν ωραίο να βλέπεις τα προμηνύματα της άνοιξης.

Η Εγκουέν παραμέρισε το χοντρό, μάλλινο πανωφόρι της, ξανακάθισε στη σέλα με την ψηλή ράχη και έσιαξε τα φουστάνια της με μια ανυπόμονη κίνηση. Τα μαύρα μάτια της έδειχναν ενόχληση. Είχε πολύ καιρό που φορούσε αυτό το φόρεμα, το οποίο είχε ανοίξει μόνη της με μια βελόνα για να καβαλάει το άλογο, όμως το μόνο άλλο που διέθετε ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Κι επίσης είχε το ίδιο χρώμα, το σκούρο γκρίζο των Δεμένων. Η επιλογή, πριν από τόσες βδομάδες, όταν άρχιζαν το ταξίδι για την Ταρ Βάλον, ήταν ή το σκούρο γκρίζο ή τίποτα.

«Μπέλα, σου ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θα ξαναβάλω γκρίζα», είπε στη δασύτριχη φοράδα της, χαϊδεύοντας το λαιμό της. Όχι ότι θα έχω πολλές επιλογές από τη στιγμή που θα ξαναβρεθούμε στο Λευκό Πύργο, σκέφτηκε. Στον Πύργο, όλες οι μαθητευόμενες φορούσαν λευκά.

«Πάλι μόνη σου μιλάς;» ρώτησε η Νυνάβε, πλησιάζοντας με τον ντορή της. Οι δύο γυναίκες είχαν ίδιο ύψος κι ήταν ντυμένες όμοια, αλλά η διαφορά στα άλογά τους έδειχνε την πρώην Σοφία του Πεδίου του Έμοντ ένα κεφάλι ψηλότερη. Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και τράβηξε τη χοντρή πλεξούδα των σκούρων μαλλιών της, που κρέμονταν πάνω από τον ώμο της, όπως έκανε όταν ήταν ανήσυχη ή μπερδεμένη, ή μερικές φορές όταν ετοιμαζόταν να φερθεί πιο ξεροκέφαλα απ’ όσο συνήθως. Ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό έδειχνε ότι ήταν μια από τις Αποδεχθείσες, όχι ακόμα Άες Σεντάι, αλλά πολύ πιο κοντά σε αυτό απ’ όσο η Εγκουέν. «Καλύτερα να έχεις τα μάτια ανοιχτά».

Η Εγκουέν δάγκωσε τη γλώσσα της, για να μην της αντιγυρίσει ότι κοίταζε να δει την Ταρ Βάλον. Τι νόμιζε, ότι στεκόμουν στους αναβολείς επειδή δεν βολευόμουν στη σέλα; Η Νυνάβε έμοιαζε να ξεχνά πολύ συχνά ότι δεν ήταν πια η Σοφία του χωριού τους, του Πεδίου του Έμοντ, ότι η Εγκουέν δεν ήταν πια παιδί. Όμως αυτή φορά το δαχτυλίδι κι εγώ όχι —όχι ακόμα!― και έτσι νομίζει πως τίποτα δεν άλλαξε.

«Αναρωτιέσαι πώς φέρεται η Μουαραίν στον Λαν;» ρώτησε γλυκά και χάρηκε για μια στιγμή, όταν είδε τη Νυνάβε να τραβά απότομα την πλεξούδα της. Η χαρά, όμως, γρήγορα έσβησε. Δεν ήταν στο φυσικό της να κάνει παρατηρήσεις που πληγώνουν και ήξερε ότι τα αισθήματα που έτρεφε η Νυνάβε για τον Λαν έμοιαζαν με μια κούκλα μαλλί, με την οποία είχε παίξει μαζί του ένα γατάκι ώρες ολόκληρες. Όμως ο Λαν δεν ήταν γατάκι και η Νυνάβε θα έπρεπε να αποφασίσει τι θα έκανε μαζί του, πριν την τρελάνει τελείως η ξεροκέφαλη, χαζή, αριστοκρατική συμπεριφορά του.

Συνολικά ήταν έξι άτομα όλοι κι όλοι, ντυμένα απλά για να μην ξεχωρίζουν στα χωριά και στις κωμοπόλεις που είχαν βρει στο δρόμο τους, αλλά μάλλον ήταν η πιο ασυνήθιστη ομάδα που είχε περάσει τον τελευταίο καιρό από τα Λιβάδια του Καραλαίν: τέσσερις γυναίκες κι ο ένας από τους άντρες σε ένα φορείο κρεμασμένο ανάμεσα σε δύο άλογα. Αυτά τα δύο άλογα κουβαλούσαν, επίσης, ελαφριά ιπποσκευή και προμήθειες για τις μεγάλες αποστάσεις που χώριζαν τα χωριά στο δρόμο που είχε πάρει η ομάδα.

Έξι άνθρωποι, σκέφτηκε η Εγκουέν, και πόσα μυστικά, άραγε; Όλοι είχαν παραπάνω από ένα κι ήταν μυστικά που έπρεπε να τα προστατεύσουν, ίσως ακόμα και στο Λευκό Πύργο. Η ζωή ήταν πιο απλή στην πατρίδα.

«Νυνάβε, λες να είναι καλά ο Ραντ; Και ο Πέριν;» πρόσθεσε βιαστικά. Δεν μπορούσε να υποκρίνεται άλλο πια ότι κάποια μέρα θα παντρευόταν τον Ραντ — να υποκρίνεται, αυτή ήταν η σωστή λέξη τώρα. Δεν της άρεσε —ακόμα δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα― αλλά ήξερε ότι έτσι ήταν.

«Τα όνειρά σου; Πάλι σε ενοχλούν;» Η Νυνάβε έδειχνε στοργή, αλλά η Εγκουέν δεν είχε διάθεση να δεχτεί τη συμπόνια της.

Φρόντισε να μιλήσει με μια όσο πιο ανέμελη φωνή μπορούσε. «Από τις φήμες που ακούσαμε, δεν ξέρω τι γίνεται. Όσα ξέρω, τα λένε τόσο διαστρεβλωμένα, τόσο λάθος».

«Όλα πάνε πολύ στραβά από τότε που ήρθε η Μουαραίν στη ζωή μας», είπε απότομα η Νυνάβε. «Ο Πέριν και ο Ραντ...» Δίστασε, έκανε ένα μορφασμό. Της Εγκουέν της φαινόταν ότι η Νυνάβε πίστευε πως η Μουαραίν έφταιγε γι’ αυτό που είχε γίνει ο Ραντ, ό,τι κι αν ήταν αυτό. «Τώρα θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Φοβάμαι πως εμείς έχουμε για κάτι άλλο να ανησυχούμε. Κάτι δεν πάει καλά. Μπορώ να το... νιώσω».