«Ξέρεις τι;» ρώτησε η Εγκουέν.
«Το νιώθω σχεδόν σαν καταιγίδα». Τα μαύρα μάτια της Νυνάβε χτένισαν τον πρωινό ουρανό, που ήταν καθάριος και καταγάλανος, με λίγα αραιά, άσπρα συννεφάκια· κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Σαν να πλησιάζει καταιγίδα». Η Νυνάβε πάντα είχε την ικανότητα να προβλέπει τον καιρό. Να αφουγκράζεσαι τον άνεμο, έτσι το έλεγαν, μια ικανότητα που ήταν αναμενόμενη από τη Σοφία του κάθε χωριού, μόλο που στην πραγματικότητα ελάχιστες μπορούσαν να το κάνουν. Όμως, από τότε που είχε φύγει από το Πεδίο του Έμοντ, η ικανότητα της Νυνάβε είχε επεκταθεί, ή είχε αλλάξει. Οι καταιγίδες που ένιωθε μερικές φορές είχαν να κάνουν με ανθρώπους και όχι με τον άνεμο τώρα πια.
Η Εγκουέν δάγκωσε το κάτω χείλος της, ενώ σκεφτόταν. Δεν είχαν το περιθώριο να τις σταματήσει κάποιος ή να καθυστερήσουν την πορεία τους, τώρα που είχαν κάνει τόσο δρόμο, που είχαν φτάσει τόσο κοντά στην Ταρ Βάλον. Για χάρη του Ματ, καθώς και για λόγους που η λογική της έλεγε ότι ήταν σημαντικότεροι από τη ζωή ενός παιδικού φίλου, αλλά η καρδιά της τους έβαζε σε δεύτερη μοίρα. Κοίταξε τους υπόλοιπους, διερωτώμενη αν είχε προσέξει κανείς τους τίποτα.
Η Βέριν Σεντάι, κοντή και παχουλή, με ρούχα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ, προχωρούσε καβάλα στο άλογό της κι έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της, με την κουκούλα κατεβασμένη τόσο χαμηλά που σχεδόν της έκρυβε το πρόσωπο. Προπορευόταν, αλλά άφηνε το άλογό της να πηγαίνει με το δικό του βήμα. Ήταν στο Καφέ Άτζα και οι Καφέ αδελφές συνήθως νοιάζονταν περισσότερο για την αναζήτηση της γνώσης παρά για οτιδήποτε στον κόσμο γύρω τους. Η Εγκουέν, όμως, αναρωτιόταν πόσο αποστασιοποιημένη ήταν η Βέριν. Η Καφέ αδελφή είχε βυθιστεί ολόκληρη στα εγκόσμια, όντας μαζί τους.
Η Ηλαίην, συνομήλικη της Εγκουέν, ήταν κι αυτή μαθητευόμενη, αλλά είχε ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, ενώ η Εγκουέν ήταν μελαχρινή. Προχωρούσε με το άλογό της δίπλα στο φορείο όπου κείτονταν αναίσθητος ο Ματ. Φορούσε τα ίδια γκρίζα ρούχα με την Εγκουέν και τη Νυνάβε και τον παρακολουθούσε ανήσυχα, με την ίδια ανησυχία που ένιωθαν και οι άλλες. Ήταν τρεις μέρες που ο Ματ δεν είχε ξυπνήσει. Ο λιγνός, μακρυμάλλης άντρας, που ίππευε στην άλλη μεριά του φορείου, έμοιαζε να προσπαθεί να κοιτάζει ταυτοχρόνως προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να τον προσέξει κανείς και οι ρυτίδες του προσώπου του είχαν βαθύνει από την αυτοσυγκέντρωση.
«Χούριν», είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε ένευσε. Έκοψαν ταχύτητα, για να τις προφτάσει το φορείο. Η Βέριν προχώρησε μπροστά.
«Νιώθεις τίποτα, Χούριν;» ρώτησε η Νυνάβε. Η Ηλαίην σήκωσε το βλέμμα από το φορείο του Ματ, δίνοντας τώρα προσοχή.
Βλέποντας τις τρεις τους να τον κοιτάζουν, ο λιγνός άντρας κουνήθηκε αμήχανα πάνω στη σέλα του και έτριψε στο πλάι τη μακριά μύτη του. «Μπελάδες», είπε κοφτά και απρόθυμα μαζί. «Ίσως... μπελάδες, νομίζω».
Ήταν κυνηγός κλεφτών, στην υπηρεσία του Βασιλιά του Σίναρ και δεν είχε τα μαλλιά του ξυρισμένα, με κότσο στην κορυφή της κεφαλής, όπως όλοι οι Σιναρανοί πολεμιστές, αλλά το κοντό σπαθί και ο οδοντωτός σπαθοσπάστης στη ζώνη του ήταν φθαρμένα από τη χρήση. Η πολύχρονη εμπειρία φαινόταν ότι του είχε δώσει το ταλέντο να μυρίζεται τους εγκληματίες, ειδικά τους βίαιους.
Δυο φορές σε τούτο το ταξίδι είχε συμβουλέψει να φύγουν από ένα χωριό, ενώ δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τότε που είχαν φτάσει εκεί. Την πρώτη φορά είχαν όλες αρνηθεί, είχαν πει ότι ήταν κατάκοπες, αλλά πριν ξημερώσει ο πανδοχέας και δύο άντρες του χωριού είχαν προσπαθήσει να τις σκοτώσουν στα κρεβάτια τους. Ήταν απλοί κλέφτες, όχι Σκοτεινόφιλοι, εποφθαλμιούσαν μονάχα τα άλογά τους και όσα υπήρχαν στα σακίδια και τα δέματά τους. Όμως το υπόλοιπο χωριό το γνώριζε και, απ’ ό,τι φαινόταν, θεωρούσε πως οι ξένοι αποτελούσαν ένα νόμιμο θήραμα. Είχαν αναγκαστεί να το σκάσουν, ενώ τις κυνηγούσε ένας όχλος με τσεκούρια και δικράνια. Τη δεύτερη φορά, η Βέριν διέταξε να φύγουν αμέσως μόλις μίλησε ο Χούριν.
Αλλά ο κυνηγός κλεφτών πάντα ήταν επιφυλακτικός όταν μιλούσε στις συντρόφισσές του. Με εξαίρεση τον Ματ, όταν ο Ματ μπορούσε ακόμα να μιλήσει· οι δυο τους αστειεύονταν και έπαιζαν ζάρια όταν οι γυναίκες δεν ήταν πάνω από το κεφάλι τους. Η Εγκουέν σκεφτόταν ότι ίσως ο Χούριν να αισθανόταν αμήχανα, όντας ουσιαστικά μονάχος με μια Άες Σεντάι και τρεις γυναίκες που εκπαιδεύονταν για να γίνουν μέλη της αδελφότητας. Κάποιοι άντρες έβρισκαν πιο εύκολο να μπλέξουν σε καυγά, παρά να αντικρίσουν Άες Σεντάι.
«Τι είδους μπελάδες;» είπε η Ηλαίην.