Выбрать главу

Μιλούσε ήρεμα, αλλά ο τόνος της έδειχνε ξεκάθαρα ότι περίμενε να της απαντήσουν αμέσως και με λεπτομέρειες, οπότε ο Χούριν άνοιξε το στόμα του. «Μυρίζομαι...» Αμέσως έκοψε τα λόγια του στη μέση, τα βλέφαρά του πετάρισαν, σαν να είχε ξαφνιαστεί και το βλέμμα του πεταγόταν νευρικά από τη μια γυναίκα στην άλλη. «Έχω απλώς μια αίσθηση», είπε τελικά. «Ένα... ένα προαίσθημα. Είδα μερικά ίχνη, χθες και σήμερα. Πολλά άλογα. Είκοσι ή τριάντα, που έρχονταν κατά δω, είκοσι-τριάντα πάνω-κάτω. Αναρωτιέμαι. Αυτό είναι όλο. Μια αίσθηση. Αλλά, αν με ρωτήσεις, είναι μπελάδες».

Ίχνη; Η Εγκουέν δεν τα είχε προσέξει. Η Νυνάβε είπε κοφτά, «Δεν είδα να έχουν τίποτα το ανησυχητικό». Η Νυνάβε περηφανευόταν ότι στην ιχνηλασία ήταν καλή όσο και οι άντρες. «Είχαν γίνει πριν από αρκετές μέρες. Γιατί νομίζεις ότι σημαίνουν μπελάδες;»

«Απλώς το νομίζω», είπε αργά ο Χούριν, σαν να μην ήθελε να μιλήσει άλλο. Χαμήλωσε το βλέμμα, έτριψε τη μύτη του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχουμε μέρες να δούμε χωριό», μουρμούρισε. «Ποιος ξέρει τι νέα ήρθαν από το Φάλμε πριν από μας; Μπορεί να μην είμαστε καλοδεχούμενοι, όπως νομίζουμε. Σκέφτομαι μήπως οι καβαλάρηδες είναι κλέφτες, φονιάδες. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να φυλαγόμαστε. Αν ο Ματ ήταν γερός, θα προχωρούσα μπροστά για ανίχνευση, αλλά ίσως να ήταν καλύτερο να μη σας αφήσω μόνες».

Η Νυνάβε ύψωσε τα φρύδια. «Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνες μας;»

«Τι να την κάνεις τη Μία Δύναμη, αν ο άλλος προφτάσει να σε σκοτώσει πριν τη χρησιμοποιήσεις;», είπε ο Χούριν, μιλώντας προς το ψηλό μπροστάρι της σέλας του. «Να με συμπαθάς, αλλά λέω να... να πάω δίπλα στη Βέριν Σεντάι για λίγο». Χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά του αλόγου του και προχώρησε με ελαφρύ καλπασμό μπροστά, πριν αυτές προλάβουν να ξαναμιλήσουν.

«Αυτό κι αν είναι έκπληξη», είπε η Ηλαίην, καθώς ο Χούριν έκοβε ταχύτητα κοντά στην Καφέ αδελφή. Η Βέριν δεν φάνηκε να του δίνει περισσότερη σημασία απ’ όση έδινε σε οτιδήποτε άλλο κι αυτό φάνηκε να του αρκεί. «Από τότε που φύγαμε από το Τόμαν Χεντ απέφευγε όσο μπορούσε τη Βέριν. Πάντα την κοίταζε με έναν περίεργο τρόπο, σαν να φοβόταν αυτά που θα μπορούσε να πει».

«Το ότι σέβεται τις Άες Σεντάι δεν σημαίνει ότι δεν τις φοβάται», είπε η Νυνάβε και ύστερα πρόσθεσε: «Εμάς, δηλαδή».

«Αν πιστεύει ότι ίσως συναντήσουμε μπελάδες, τότε θα έπρεπε να τον στείλουμε για ανίχνευση». Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά και κοίταξε τις άλλες δύο όσο πιο ατάραχα μπορούσε. «Αν υπάρχουν μπελάδες μπροστά μας, μπορούμε να αμυνθούμε μόνες μας καλύτερα απ’ όσο αν τον είχαμε μαζί με άλλους εκατό στρατιώτες».

«Εκείνος, όμως, δεν το ξέρει», είπε ρητά η Νυνάβε, «και δεν πρόκειται να του το πω εγώ. Ούτε κανείς άλλος».

«Μπορώ να φανταστώ τι θα είχε να πει η Βέριν γι’ αυτό». Η Ηλαίην φαινόταν ταραγμένη. «Μακάρι να είχα κάποια ιδέα για το πόσα ξέρει. Εγκουέν, αν το ανακαλύψει η Αμερλιν, δεν νομίζω ότι η μητέρα μου θα μπορέσει να με βοηθήσει, πόσο μάλλον εσείς. Δεν ξέρω καν αν θα προσπαθούσε να βοηθήσει». Η μητέρα της Ηλαίην ήταν η Βασίλισσα του Άντορ. «Λίγα πρόλαβε να μάθει για τη Μία Δύναμη πριν φύγει από το Λευκό Πύργο, παρ’ όλο που πάντα έκανε σαν να είχε γίνει πλήρες μέλος της αδελφότητας».

«Δεν μπορούμε να βασίσουμε τις ελπίδες μας στη Μοργκέις», είπε η Νυνάβε. «Αυτή είναι στο Κάεμλυν κι εμείς θα είμαστε στην Ταρ Βάλον. Ίσως να έχουμε ήδη αρκετούς μπελάδες για τον τρόπο που φύγαμε από κει και δεν έχει σημασία τι φέρνουμε πίσω. Το καλύτερο θα είναι να κάτσουμε φρόνιμα, να φερθούμε ταπεινά και να μην κάνουμε τίποτα για να τραβήξουμε άλλο την προσοχή».

Υπό άλλες συνθήκες, η Εγκουέν θα είχε βάλει τα γέλια με την ιδέα ότι η Νυνάβε θα φερόταν με ταπεινότητα. Ακόμα και η Ηλαίην τα κατάφερνε καλύτερα σ’ αυτό. Αλλά, προς το παρόν, δεν είχε όρεξη για γέλια. «Κι άμα έχει δίκιο ο Χούριν; Αν μας επιτεθούν; Δεν μπορεί να μας υπερασπιστεί απέναντι σε είκοσι ή τριάντα άντρες και μπορεί να σκοτωθούμε, αν περιμένουμε τη Βέριν να κάνει κάτι. Νυνάβε, είπες ότι νιώθεις να έρχεται καταιγίδα».

«Έτσι νιώθεις;» είπε η Ηλαίην. Οι χρυσοκόκκινες μπούκλες της τινάχτηκαν καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Της Βέριν δεν θα της αρέσει...» Η φωνή της έσβησε. «Ίσως χρειαστεί να το κάνουμε, είτε αρέσει στη Βέριν είτε όχι».

«Θα κάνω ό,τι πρέπει να γίνει», είπε απότομα η Νυνάβε, «αν μπορεί να γίνει κάτι κι εσείς οι δύο θα το βάλετε στα πόδια, αν χρειαστεί. Ο Λευκός Πύργος μπορεί να παραμιλά για τις δυνάμεις που ίσως κρύβετε μέσα σας ― μη νομίζετε, όμως, ότι δεν θα σας σιγανέψουν, αν η Έδρα της Άμερλιν ή η Αίθουσα του Πύργου το κρίνουν αναγκαίο».

Η Ηλαίην ξεροκατάπιε. «Αν μας σιγανέψουν γι’ αυτό», είπε με αχνή φωνούλα, «θα σε σιγανέψουν κι εσένα. Πρέπει να το σκάσουμε όλες μαζί· ή να κάνουμε κάτι όλες μαζί. Ο Χούριν είχε δίκιο την άλλη φορά. Αν θέλουμε να επιζήσουμε μέχρι να βρούμε τον μπελά μας στο Λευκό Πύργο, ίσως χρειαστεί να... να κάνουμε ό,τι πρέπει να κάνουμε».