Выбрать главу

Η Εγκουέν ανατρίχιασε. Το σιγάνεμα. Η αποκοπή από το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής. Σε ελάχιστες Λες Σεντάι είχε επιβληθεί αυτή η ποινή, όμως υπήρχαν πράξεις για τις οποίες ο Πύργος απαιτούσε το σιγάνεμα. Οι μαθητευόμενες ήταν υποχρεωμένες να μαθαίνουν τα ονόματα όλων των Άες Σεντάι που είχαν σιγανευτεί ποτέ, καθώς και τα εγκλήματά τους.

Τώρα, πια, ένιωθε συνεχώς την Αληθινή Πηγή, αθέατη, σαν τον ήλιο πάνω από τον ώμο της το καταμεσήμερο. Παρ’ όλο που συχνά δεν έπιανε τίποτα όταν προσπαθούσε να αγγίξει το σαϊντάρ, δεν έπαυε να θέλει να το αγγίξει. Όσο περισσότερο το άγγιζε τόσο πιο πολύ το ήθελε, συνεχώς, ό,τι κι αν έλεγε η Σέριαμ Σεντάι, η Κυρά των Μαθητευομένων, για τους κινδύνους που ελλόχευαν όταν επιθυμούσες υπέρμετρα την αίσθηση της Μίας Δύναμης. Να σε αποκόψουν απ’ αυτή· να μπορείς ακόμα να νιώθεις το σαϊντάρ, αλλά να μην το ξαναγγίξεις ποτέ...

Ούτε και οι άλλες έδειχναν να έχουν διάθεση για συζήτηση.

Για να κρύψει την τρεμούλα της, έσκυψε από τη σέλα προς το φορείο, που λικνιζόταν απαλά. Οι κουβέρτες του Ματ είχαν γίνει ένα κουβάρι και αποκάλυπταν ένα κυρτό εγχειρίδιο, που το έσφιγγε στο ένα χέρι, με ένα ρουμπίνι, σαν αυγό περιστεριού, να στολίζει τη λαβή. Προσέχοντας να μην αγγίξει το εγχειρίδιο, τράβηξε τις κουβέρτες ώστε να σκεπάσουν το χέρι του. Ο Ματ ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός της, αλλά τα ρουφηγμένα μάγουλα και η πελιδνή επιδερμίδα του τον φόρτωναν χρόνια. Το στέρνο του μόλις που σάλευε από την τραχιά αναπνοή του. Στα πόδια του είχε έναν ογκώδη, δερμάτινο σάκο. Η Εγκουέν τράβηξε τις κουβέρτες για να το σκεπάσει κι αυτό. Πρέπει να πάμε τον Ματ στον Πύργο, σκέφτηκε. Και το σάκο.

Και η Νυνάβε επίσης έσκυψε και άγγιξε το μέτωπο του Ματ. «Ο πυρετός του χειροτερεύει». Φαινόταν ανήσυχη. «Μακάρι να είχα λίγη ρίζα οξωκαρδιάς ή πυρετοβότανο».

«Ίσως η Βέριν να έπρεπε να προσπαθήσει πάλι να τον Θεραπεύσει», είπε η Ηλαίην.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Τράβηξε τα μαλλιά του Ματ από το μέτωπό του και ύστερα ίσιωσε το κορμί, πριν μιλήσει. «Λέει ότι τώρα μόλις που καταφέρνει και τον κρατά στη ζωή και την πιστεύω. Προσ... προσπάθησα να τον Θεραπεύσω κι εγώ χθες το βράδυ, αλλά δεν έγινε τίποτα».

Η Ηλαίην άφησε μια πνιχτή κραυγή. «Η Σέριαμ Σεντάι λέει ότι δεν πρέπει να δοκιμάζουμε να Θεραπεύουμε, αν δεν μας έχουν καθοδηγήσει σε κάθε στάδιο εκατό φορές».

«Μπορεί και να τον σκότωνες», την αποπήρε η Εγκουέν.

Η Νυνάβε ξεφύσησε δυνατά. «Θεράπευα πριν ακόμα πάω στην Ταρ Βάλον, έστω κι αν δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Αλλά εγώ χρειάζομαι τα γιατρικά μου για να το κάνω. Μακάρι να είχα λίγο πυρετοβότανο. Πιστεύω ότι δεν του έμεινε πολύς χρόνος ακόμα. Ώρες, ίσως».

Η Εγκουέν σκέφτηκε πως η Νυνάβε έδειχνε να λυπάται τόσο για τον ίδιο τον Ματ όσο και για το γεγονός ότι το γνώριζε, ότι γνώριζε τον τρόπο. Αναρωτήθηκε ξανά γιατί η Νυνάβε είχε επιλέξει να πάει στην Ταρ Βάλον για εκπαίδευση. Είχε μάθει να διαβιβάζει χωρίς να το ξέρει, παρ’ όλο που δεν μπορούσε πάντα να ελέγξει την πράξη της και είχε αποφύγει την κρίση που σκότωνε τις τρεις από τις τέσσερις γυναίκες που μάθαιναν χωρίς την καθοδήγηση των Άες Σεντάι. Η Νυνάβε έλεγε ότι ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά συχνά ήταν απρόθυμη γι’ αυτό, σαν παιδί που για τιμωρία του βάζουν στο στόμα ρίζα του φυτού προβατόγλωσσα.

«Σε λίγο θα φτάσουμε στο Λευκό Πύργο», είπε η Εγκουέν. «Εκεί θα μπορέσουν να τον Θεραπεύσουν. Η Άμερλιν θα τον φροντίσει. Θα φροντίσει τα πάντα». Δεν κοίταξε τον κρυμμένο σάκο δίπλα στα πόδια του Ματ. Και οι άλλες δύο γυναίκες πρόσεχαν να μην κοιτάξουν εκεί. Υπήρχαν ορισμένα μυστικά, τα οποία θα ξεφορτώνονταν με μεγάλη ανακούφιση.

«Καβαλάρηδες», είπε ξαφνικά η Νυνάβε, αλλά η Εγκουέν τους είχε ήδη δει. Είκοσι-είκοσι πέντε άντρες είχαν εμφανιστεί από ένα χαμηλό ύψωμα μπροστά τους και οι λευκοί μανδύες τους ανέμιζαν, καθώς κάλπαζαν με κατεύθυνση προς το μέρος τους.

«Τέκνα του Φωτός», έκανε η Ηλαίην, με έναν τόνο σαν να βλαστημούσε. «Νομίζω πως βρήκαμε την καταιγίδα σου και τους μπελάδες που έλεγε ο Χούριν».

Η Βέριν είχε σταματήσει το άλογό της και είχε φέρει το χέρι της στο μπράτσο του Χούριν, για να μην τραβήξει το σπαθί του. Η Εγκουέν ακούμπησε το άλογο που κουβαλούσε το φορείο από μπρος, σταματώντας το ακριβώς πίσω από την παχουλή Άες Σεντάι.

«Αφήστε με να μιλήσω εγώ, παιδιά», είπε με κατευναστικό ύφος η Άες Σεντάι και έβγαλε την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας το γκρίζο στα μαλλιά της. Η Εγκουέν δεν ήξερε να πει πόσων χρόνων ήταν η Βέριν αρκετά μεγάλη για να μπορεί να είναι γιαγιά, όμως οι γκρίζες πινελιές ήταν το μοναδικό ίχνος ηλικίας της Άες Σεντάι. «Και προσέξτε, κάντε ό,τι θέλετε, αλλά μην τους επιτρέψετε να σας ξυπνήσουν το θυμό».