Το πρόσωπο της Βέριν ήταν γαλήνιο όσο και η φωνή της, αλλά η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως είδε την Άες Σεντάι να μετρά με το βλέμμα την απόσταση ως την Ταρ Βάλον. Τώρα φαίνονταν οι κορυφές των πύργων και μια ψηλή γέφυρα, που ένωνε το ποτάμι με το νησί, αρκετά ψηλή για να μπορούν να περνούν από κάτω τα πλοία των εμπόρων, που ανεβοκατέβαιναν το ποτάμι.
Κοντά στο μάτι, αλλά μακριά στην πράξη, σκέφτηκε η Εγκουέν.
Για μια στιγμή, ένιωσε σίγουρη ότι οι Λευκομανδίτες θα ορμούσαν καταπάνω τους, αλλά ο αρχηγός τους σήκωσε το χέρι και σταμάτησαν απότομα, ούτε σαράντα βήματα πιο πέρα, σηκώνοντας σκόνη και χώμα μπροστά τους.
Η Νυνάβε μουρμούρισε θυμωμένη μέσα από δόντια της και η Ηλαίην κάθισε στη σέλα ίσια και καμαρωτά, μοιάζοντας έτοιμη να επιπλήξει τους Λευκομανδίτες για τους κακούς τρόπους τους. Ο Χούριν ακόμα έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του· φαινόταν έτοιμος να μπει ανάμεσα στις γυναίκες και τους Λευκομανδίτες κι ας έλεγε ό,τι ήθελε η Βέριν. Η δε Βέριν κούνησε ήρεμα το χέρι μπροστά από το πρόσωπο της, για να διώξει τη σκόνη. Οι καβαλάρηδες με τους άσπρους μανδύες απλώθηκαν σχηματίζοντας ένα τόξο και κλείνοντας αποφασιστικά το δρόμο.
Οι θώρακες και τα κωνικά κράνη άστραφταν από το γυάλισμα και ακόμα και οι πλάκες, που κάλυπταν τα μπράτσα τους, έλαμπαν. Στο στήθος του καθενός υπήρχε ο πλατύς, χρυσός ήλιος. Κάποιοι έβαλαν βέλη στα τόξα, χωρίς να τα σηκώσουν όμως, αλλά κρατώντας τα έτοιμα. Ο αρχηγός τους ήταν ένας νεαρός, αλλά παρά την ηλικία του είχε δύο χρυσούς κόμπους, τα διακριτικά του αξιώματός του, κάτω από τον ήλιο στο μανδύα του.
«Δύο μάγισσες της Ταρ Βάλον, αν δεν κάνω λάθος, ε;» είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που έκανε το στενό του πρόσωπο να τραβιέται. Η αλαζονεία φώτιζε τα μάτια του, σαν να ήξερε μια αλήθεια την οποία οι άλλοι ήταν τόσο ηλίθιοι που δεν την έβλεπαν. «Και δύο χαζοκόριτσα με ένα ζευγάρι σκυλάκια, το ένα άρρωστο και το άλλο γέρικο». Ο Χούριν αγρίεψε, αλλά το χέρι της Βέριν τον συγκράτησε. «Από πού έρχεστε;» ζήτησε να μάθει ο Λευκομανδίτης.
«Ερχόμαστε από τα δυτικά», είπε ήρεμα η Βέριν. «Βγες από το δρόμο μας και άσε μας να προχωρήσουμε. Τα Τέκνα του Φωτός δεν έχουν εξουσία εδώ».
«Τα Τέκνα του Φωτός έχουν εξουσία όπου υπάρχει Φως, μάγισσα, και όπου δεν υπάρχει Φως, το φέρνουμε. Απάντησε στις ερωτήσεις μου! Ή μήπως πρέπει να σε πάρω στο στρατόπεδό μας και να αφήσω να σε ρωτήσουν οι Εξεταστές;»
Ο Ματ δεν είχε περιθώριο για καθυστερήσεις και χρειαζόταν βοήθεια στο Λευκό Πύργο. Και το σημαντικότερο ήταν —η Εγκουέν μόρφασε όταν σκέφτηκε κι αυτό― ότι δεν μπορούσαν να αφήσουν το σάκο και τα περιεχόμενά του να πέσουν σε χέρια Λευκομανδίτων.
«Σου απάντησα», είπε η Βέριν, διατηρώντας ακόμα την ψυχραιμία της, «και μάλιστα ευγενικότερα απ’ όσο σου αξίζει. Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορείς να μας σταματήσεις;» Κάποιοι Λευκομανδίτες σήκωσαν τα τόξα τους, σαν να είχε ξεστομίσει απειλή, αλλά εκείνη συνέχισε, χωρίς να υψώσει καθόλου τη φωνή της. «Μπορεί σε κάποιες χώρες να κάνετε ό,τι θέλετε με τις απειλές σας, αλλά όχι εδώ, μπροστά στην Ταρ Βάλον. Στ’ αλήθεια, πιστεύετε ότι σε αυτό το μέρος θα αφήσουν να πάρετε μαζί σας Άες Σεντάι;»
Ο αξιωματικός σάλεψε αμήχανα στη σέλα του, λες και ξαφνικά δεν ήταν σίγουρος αν τα λόγια του είχαν βάση. Έπειτα έριξε πίσω μια ματιά στους άντρες του —είτε για να θυμηθεί ότι είχε υποστήριξη, είτε επειδή είχε θυμηθεί ότι τον έβλεπαν― και μετά ξαναπήρε θάρρος. «Δεν φοβάμαι τους τρόπους εσάς των Σκοτεινόφιλων, μάγισσα. Απάντησε μου, αλλιώς θα απαντήσεις στους Εξεταστές». Σαν να του είχε κοπεί η φόρα, όμως.
Η Βέριν άνοιξε το στόμα σαν να ήθελε να συνεχίσει μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, όμως πριν προλάβει να μιλήσει, την έκοψε η Ηλαίην, με επιβλητική, προστακτική φωνή. «Είμαι η Ηλαίην, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Αν δεν κάνεις αμέσως στην άκρη, θα λογοδοτήσεις στη Βασίλισσα Μοργκέις, Λευκομανδίτη!» Η Βέριν ξεφύσησε ενοχλημένη.
Ο Λευκομανδίτης για μια στιγμή τα χρειάστηκε, ύστερα όμως γέλασε. «Α, έτσι λες; Ίσως ανακαλύψεις ότι η Μοργκέις, τώρα πια, δεν τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τις μάγισσες, μικρούλα. Αν σε πάρω απ’ αυτές και σε πάω ξανά στο πλευρό της, θα με ευχαριστήσει. Ο Άρχοντας Ταξιάρχης Ήμον Βάλντα θα ήθελε πολύ να σου μιλήσει, Κόρη-Διάδοχε του Άντορ». Σήκωσε το χέρι ― για να κάνει κάποια χειρονομία ή για να καλέσει τους άντρες του, η Εγκουέν δεν μπόρεσε να καταλάβει. Κάποιοι Λευκομανδίτες έπιασαν τα χαλινάρια.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο, σκέφτηκε η Εγκουέν, Δεν θα με αλυσοδέσουν ποτέ ξανά! Άνοιξε τον εαυτό της στη Μία Δύναμη. Ήταν μια απλή άσκηση και, ύστερα από πολλές επαναλήψεις, το κατάφερνε πιο γοργά από την πρώτη φορά που το είχε δοκιμάσει. Μέσα σε μια στιγμή, το μυαλό της άδειασε από τα πάντα, εκτός από ένα μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, που έπλεε στο τίποτα. Η ίδια ήταν ο ροδανθός που ανοιγόταν στο φως, ανοιγόταν στο σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής. Η Δύναμη την πλημμύρισε, απείλησε να την παρασύρει. Ήταν σαν να γέμιζε με φως, με το Φως, σαν να ήταν ένα με το Φως, σε μια λαμπρή έκσταση. Πάλεψε να το αντέξει ώστε να μην παραδοθεί και εστίασε την προσοχή στο έδαφος, μπροστά από το άλογο του Λευκομανδίτη. Ένα μικρό, συγκεκριμένο σημείο του εδάφους· δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Δεν θα με πιάσετε!