Выбрать главу

Το χέρι του άλλου ακόμα δεν είχε ολοκληρώσει την κίνηση του. Με ένα βρυχηθμό, το έδαφος μπροστά του εξερράγη, σηκώνοντας ένα στενό σιντριβάνι από χώμα και πέτρες πιο ψηλά από το κεφάλι του. Το άλογό του ορθώθηκε στα δύο πόδια χλιμιντρίζοντας και ο αξιωματικός κατρακύλησε από τη σέλα, σαν σακί.

Πριν πέσει στο χώμα, η Εγκουέν εστίασε την προσοχή της πιο κοντά στους άλλους Λευκομανδίτες και το έδαφος άνοιξε από άλλη μια έκρηξη. Η Μπέλα έκανε μερικά πηδηματάκια στο πλάι, αλλά η Εγκουέν, χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά, τη σταμάτησε με τα χαλινάρια και τα γόνατά της. Αν και την είχε τυλίξει το κενό, ένιωσε έκπληξη με την τρίτη έκρηξη, που δεν ήταν δικό της έργο και ύστερα με την τέταρτη. Ένιωσε από κάπου μακριά τη Νυνάβε και την Ηλαίην, οι οποίες ήταν κουκουλωμένες στη λάμψη που έλεγε ότι κι αυτές, επίσης, είχαν αγκαλιάσει το σαϊντάρ, έλεγε ότι τις είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Η αύρα αυτή δεν θα ήταν ορατή παρά μόνο σε όσες γυναίκες μπορούσαν να διαβιβάσουν, αλλά τα αποτελέσματά της ήταν ορατά σε όλους. Οι εκρήξεις χτυπούσαν τους Λευκομανδίτες απ’ όλες τις πλευρές, τους έλουζαν με σκόνη, τους τράνταζαν με τον ήχο τους και ξεσήκωναν τα άλογά τους.

Ο Χούριν κοίταζε ολόγυρά του με το στόμα ορθάνοιχτο, προφανώς τρομαγμένος όσο οι Λευκομανδίτες, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα άλογα που μετέφεραν το φορείο, καθώς και το δικό του άτι, για να μην το σκάσουν. Η Βέριν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, από έκπληξη και θυμό. Το στόμα της ανοιγόκλεινε με ένταση, ό,τι όμως κι αν έλεγε, χανόταν μέσα στο σαματά.

Και ύστερα οι Λευκομανδίτες το έβαλαν στα πόδια —μερικοί, μάλιστα, πέταξαν τα τόξα πανικόβλητοι― καλπάζοντας σαν να τους κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Όλοι, εκτός από το νεαρό αξιωματικό, που σηκώθηκε από κάτω. Με τους ώμους του κυρτούς, κοίταξε τη Βέριν με μάτια γουρλωμένα, έτσι που φαινόταν έντονα το ασπράδι γύρω από τις κόρες. Η σκόνη είχε λερώσει τον ωραίο, άσπρο μανδύα και το πρόσωπό του, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. «Σκότωσέ με, λοιπόν, μάγισσα!» είπε τρέμοντας. «Εμπρός. Σκότωσέ με, όπως σκότωσες τον πατέρα σου!»

Η Άες Σεντάι δεν του έδωσε σημασία. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στις συντρόφισσές της. Οι Λευκομανδίτες που είχαν διαφύγει, χάθηκαν πίσω από το ύψωμα από το οποίο είχαν πρωτοεμφανιστεί όλοι μαζί, χωρίς να κοιτάζει κανένας πίσω του. Το άλογο του αξιωματικού κάλπαζε μαζί τους.

Κάτω από την οργισμένη ματιά της Βέριν, η Εγκουέν άφησε το σαϊντάρ, αργά, απρόθυμα. Πάντα ήταν δύσκολο να το αφήσει. Ακόμα πιο αργά, εξαφανίστηκε και η λάμψη γύρω από τη Νυνάβε. Η Νυνάβε κοίταζε συνοφρυωμένη και θυμωμένη τον Λευκομανδίτη μπροστά τους με το τρομαγμένο βλέμμα, σαν να τον θεωρούσε ικανό για κάποιο τέχνασμα. Η Ηλαίην έμοιαζε σοκαρισμένη από αυτό που είχε κάνει.

«Αυτό που έκανες», άρχισε να λέει η Βέριν και μετά σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα της κάρφωσε τις τρεις νεότερες γυναίκες. «Αυτό που κάνατε είναι βδελυρό. Βδελυρό! Οι Άες Σεντάι δεν χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο, παρά μόνο εναντίον των Σκιογέννητων ή, σε ακραία, έσχατη περίπτωση, για να προστατέψουν τη ζωή τους. Οι Τρεις Όρκοι —»

«Θα μας σκότωναν», την έκοψε η Νυνάβε με έξαψη. «Θα μας σκότωναν ή θα μας έπαιρναν για να μας βασανίσουν. Αυτός πήγε να δώσει τη διαταγή».

«Δεν... δεν χρησιμοποιήσαμε τη Δύναμη ως όπλο, Βέριν Σεντάι». Η Ηλαίην είχε το κεφάλι ψηλά, αλλά η φωνή της έτρεμε. «Δεν κάναμε κακό σε κανέναν, ούτε καν προσπαθήσαμε να κάνουμε κακό. Δεν μπορεί να —»

«Ασε τα δικολαβικά επιχειρήματα τώρα!» ξέσπασε η Βέριν. «Όταν γίνετε κανονικές Άες Σεντάι —αν γίνετε ποτέ κανονικές Άες Σεντάι!― θα δεσμευτείτε να υπακούτε τους Τρεις Όρκους, αλλά ακόμα και οι μαθητευόμενες είναι υποχρεωμένες να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να ζουν σαν να έχουν ήδη δεσμευτεί».

«Τι μπορούσαμε να κάνουμε με αυτόν;» Η Νυνάβε έδειξε τον Λευκομανδίτη αξιωματικό, που ακόμα στεκόταν εκεί και φαινόταν αποσβολωμένος. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο· έμοιαζε θυμωμένη όσο και η Άες Σεντάι. «Θα μας έπαιρνε αιχμάλωτες. Ο Ματ θα πεθάνει, αν δεν φτάσει σύντομα στην Ταρ Βάλον και... και...»