Выбрать главу

Η Εγκουέν ήξερε ότι η Νυνάβε πάσχιζε να μην ξεστομίσει το και δεν μπορούμε να αφήσουμε το σάκο στα χέρια κανενός άλλον, παρά μόνο της Άμερλιν.

Η Βέριν κοίταξε τον Λευκομανδίτη κουρασμένα. «Ήθελε μόνο να μας φοβερίσει, παιδί μου. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να μας πάει εκεί που δεν θέλαμε να πάμε, παρά μόνο με μεγάλο κόπο και φασαρία. Αυτό δεν γινόταν εδώ πέρα, δίπλα στην Ταρ Βάλον. Εντάξει, ίσως προσπαθούσε να μας σκοτώσει, αν μπορούσε να το κάνει από κάποια κρυψώνα, αλλά κανένας Λευκομανδίτης που έχει μια στάλα μυαλό δεν τα βάζει καταπρόσωπο με μια Άες Σεντάι. Δες τι έκανες! Τι ιστορίες θα πουν αυτοί οι άνθρωποι, τι ζημιά θα κάνουν...»

Το πρόσωπο του αξιωματικού είχε κοκκινίσει όταν η Βέριν είπε για την κρυψώνα. «Δεν είναι δειλία να τα βάλεις με τις δυνάμεις που Τσάκισαν τον Κόσμο», ξέσπασε. «Εσείς, οι μάγισσες, θέλετε πάλι να Τσακίσετε τον Κόσμο, στην υπηρεσία του Σκοτεινού!» Η Βέριν κούνησε το κεφάλι, αποθαρρυμένη και κουρασμένη.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να μπορούσε να διορθώσει ένα μέρος της ζημιάς που είχε κάνει. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα», είπε στον αξιωματικό. Χάρηκε που δεν ήταν δεσμευμένη να μη λέει λέξη που να μην είναι αληθινή, όπως οι κανονικές Άες Σεντάι, επειδή αυτό που είχε πει δεν ήταν εντελώς αλήθεια. «Κακώς το έκανα και ζητώ συγγνώμη. Είμαι βέβαιη ότι η Βέριν Σεντάι θα Θεραπεύσει τις μελανάδες σου». Εκείνος οπισθοχώρησε, λες και η άλλη είχε προθυμοποιηθεί να τον γδάρει ζωντανό. Η Βέριν ξεφύσησε δυνατά. «Κάναμε μεγάλο ταξίδι», συνέχισε η Εγκουέν, «τόσο δρόμο από το Φάλμε κι αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένη, ποτέ δεν θα —»

«Κλείστε το στόμα, κοριτσάκι!» φώναξε η Βέριν, την ίδια στιγμή που ο Λευκομανδίτης ξεφώνιζε, «Το Τόμαν Χεντ; Στο Φάλμε! Ήσασταν στο Φάλμε!» Έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω, σχεδόν παραπατώντας και μισοτράβηξε το σπαθί του. Από την έκφραση του προσώπου του, η Εγκουέν δεν ήξερε αν σκόπευε να επιτεθεί ή να αμυνθεί. Ο Χούριν πλησίασε με το άλογό του τον Λευκομανδίτη, έχοντας το χέρι στο σπαθοσπάστη του, αλλά ο άντρας με το στενό πρόσωπο συνέχισε έξαλλος, με τα σάλια να πετάγονται ολόγυρα από την οργή του. «Ο πατέρας μου πέθανε στο Φάλμε! Μου το είπε ο Μπάυαρ! Εσείς, οι μάγισσες, τον σκοτώσατε για τον ψεύτικο Δράκοντά σας! Θα πεθάνετε γι’ αυτό! Θα καείτε γι’ αυτό!»

«Επιπόλαια παιδιά!» Η Βέριν στέναξε. «Όταν ανοίγετε το στόμα, είστε χειρότερες κι από τα αγοράκια. Πήγαινε στο Φως, μικρέ μου», είπε στον Λευκομανδίτη.

Δίχως άλλη λέξη, τις οδήγησε να προσπεράσουν τον αξιωματικό, αλλά πίσω τους ακολουθούσαν οι κραυγές του. «Το όνομά μου είναι Ντάιν Μπόρνχαλντ! Μην το ξεχάσετε, Σκοτεινόφιλοι! Θα σας κάνω να φοβάστε το όνομά μου! Μην ξεχνάτε το όνομά μου!»

Με τις φωνές του Μπόρνχαλντ να χάνονται πίσω τους, η ομάδα προχώρησε σιωπηλή για λίγη ώρα. Τέλος, η Εγκουέν είπε, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα: «Ήθελα μόνο να βοηθήσω λιγάκι την κατάσταση».

«Να βοηθήσεις!» μουρμούρισε η Βέριν. «Πρέπει να μάθεις πότε είναι ώρα να πεις ολόκληρη την αλήθεια και πότε να βάλεις χαλινάρι στο στόμα. Αυτό είναι το μικρότερο από τα μαθήματα που πρέπει να μάθεις, αλλά είναι σημαντικό, αν θέλεις να επιβιώσεις και να φορέσεις το επώμιο της κανονικής αδελφής. Δεν σου πέρασε από το νου ότι ίσως η είδηση για το Φάλμε να έφτασε πριν από εμάς;»

«Γιατί να σκεφτεί τέτοιο πράγμα;» ρώτησε η Νυνάβε. «Όσους συναντήσαμε ως τώρα μόνο φήμες είχαν ακούσει και τον τελευταίο μήνα είχαμε αφήσει πίσω ακόμα και τις φήμες».

«Και οι ειδήσεις πρέπει να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με εμάς;» απάντησε η Βέριν. «Πηγαίναμε αργά. Οι φήμες πετάνε από εκατό μεριές. Πάντα να κάνεις τα σχέδια σου για το χειρότερο, παιδί μου· έτσι, όλες οι εκπλήξεις θα είναι ευχάριστες».

«Τι ήθελε να πει για τη μητέρα μου;» είπε ξαφνικά η Ηλαίην. «Ψέματα θα έλεγε. Η μητέρα μου ποτέ δεν θα στρεφόταν κατά της Ταρ Βάλον.»

«Οι Βασίλισσες του Άντορ ανέκαθεν ήταν φίλες της Ταρ Βάλον, μα τα πράγματα αλλάζουν». Το πρόσωπο της Βέριν είχε γαληνέψει πάλι, όμως η φωνή της είχε ένα σφίξιμο. Γύρισε στη σέλα για να καλοκοιτάξει τους άλλους, τις τρεις νεαρές γυναίκες, τον Χούριν, τον Ματ στο φορείο. «Ο κόσμος είναι παράξενος και τα πάντα αλλάζουν». Πέρασαν τη ράχη· τώρα, μπροστά τους φαινόταν ένα χωριό με στέγες από κίτρινα κεραμίδια, μαζεμένες γύρω από τη μεγάλη γέφυρα που οδηγούσε στην Ταρ Βάλον. «Τώρα πρέπει να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα», είπε η Βέριν. «Τώρα αρχίζει ο μεγάλος κίνδυνος».

11

Ταρ Βάλον