Εκείνο το χωριουδάκι, το Νταϊράιν, αναπαυόταν πλάι στον ποταμό Ερινίν περίπου όσα χρόνια καταλάμβανε η Ταρ Βάλον το νησάκι. Τα σπιτάκια και τα μαγαζάκια του, όλα με καφετιά τούβλα και κόκκινα κεραμίδια, καθώς και οι λιθόστρωτοι δρόμοι του, έδιναν μια αίσθηση διάρκειας στο χρόνο ― αλλά το χωριό είχε καεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, είχε λεηλατηθεί, όταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν πολιορκήσει την Ταρ Βάλον, είχε διαγουμιστεί αρκετές φορές στον Εκατονταετή Πόλεμο και είχε πυρποληθεί ξανά στον Πόλεμο των Αελιτών― δεν είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Ταραγμένη ιστορία για ένα τόσο μικρό χωριό, αλλά η θέση του Νταϊράιν, στη ρίζα μιας από τις γέφυρες που έβγαζαν στην Ταρ Βάλον, ήταν εγγύηση ότι πάντα θα το ξανάχτιζαν, όσες φορές κι αν καταστρεφόταν. Όσο έστεκε η Ταρ Βάλον, δηλαδή.
Στην αρχή, της Εγκουέν της φάνηκε ότι το Νταϊράιν περίμενε κι άλλο πόλεμο. Μια ομάδα σαρισσοφόρων προχωρούσε στο δρόμο, με τα όπλα να ξεμυτίζουν απ’ όλες τις πλευρές, σαν δόντια χτένας και την ακολουθούσαν τοξότες με ρηχά, γεισωτά κράνη, ξέχειλες φαρέτρες στους γοφούς και τόξα φορεμένα χιαστί στα στήθη. Μια διμοιρία ένοπλων ιππέων, με πρόσωπα κρυμμένα πίσω από ατσαλένιες προσωπίδες, άνοιξαν χώρο για τη Βέριν και την ομάδα της με μια κίνηση του γαντοφορεμένου χεριού του αρχηγού τους. Όλοι είχαν στο στήθος τη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον, σαν δάκρυ από χιόνι.
Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι του χωριού πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους μοιάζοντας ατάραχοι και το πλήθος στην αγορά χώριζε γύρω από τους στρατιώτες, λες και οι προελαύνοντες άντρες ήταν ένα εμπόδιο το οποίο είχαν συνηθίσει. Κάποιοι άντρες και γυναίκες, που σήκωναν δίσκους με φρούτα, ακολουθούσαν το βηματισμό των στρατιωτών προσπαθώντας να τους πουλήσουν μαραγκιασμένα μήλα και αχλάδια, τα οποία προέρχονταν από κελάρια με αποθέματα για το χειμώνα, αλλά αν εξαιρούσες αυτούς τους λίγους, ούτε οι μαγαζάτορες ούτε οι ντελάληδες έδιναν σημασία στους στρατιώτες. Η Βέριν έμοιαζε κι αυτή να τους αγνοεί, καθώς οδηγούσε την Εγκουέν και τους άλλους μέσα από το χωριό και προς τη λαμπρή γέφυρα, που διέτρεχε μια έκταση νερού περίπου οκτακοσίων μέτρων, όμοια με δαντέλα σμιλεμένη σε πέτρα.
Στην αρχή της γέφυρας υπήρχαν κι άλλοι στρατιώτες, που στέκονταν και φρουρούσαν, δώδεκα σαρισσοφόροι και έξι τοξότες, οι οποίοι έλεγχαν όσους ήθελαν να περάσουν, Ο διοικητής τους, ένας φαλακρός, με το κράνος του να κρέμεται από τη λαβή του σπαθιού του, φαινόταν ενοχλημένος από την ουρά που σχημάτιζε ο κόσμος ― πεζοί, καβαλάρηδες και άνθρωποι με κάρα, που τα έσερναν βόδια, άλογα ή οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους. Η ουρά είχε μάκρος μόνο εκατό βήματα, μα κάθε φορά που άφηναν κάποιον να πατήσει τη γέφυρα, κάποιος άλλος έμπαινε στην άλλη άκρη. Σαν να μην έτρεχε τίποτα, ο φαλακρός φαινόταν να κάνει τη δουλειά με το πάσο του και φρόντιζε να βεβαιωθεί ότι αυτοί τους οποίους άφηνε να περάσουν στην Ταρ Βάλον είχαν δικαίωμα να μπουν.
Άνοιξε το στόμα του θυμωμένα όταν η Βέριν οδήγησε την ομάδα της στην αρχή της ουράς και μετά κοίταξε καλά το πρόσωπό της και φόρεσε βιαστικά το κράνος του. Όσοι ήξεραν καλά τις Άες Σεντάι, δεν χρειάζονταν δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό για να τις αναγνωρίσουν. «Καλή σου ημέρα, Άες Σεντάι», είπε, ενώ υποκλινόταν με το χέρι στην καρδιά. «Καλή σου ημέρα. Προχώρα ευθύς αμέσως, αν αυτό επιθυμείς».
Η Βέριν τράβηξε τα γκέμια δίπλα του. Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τους ανθρώπους που περίμεναν, αλλά κανένας δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. «Προβλήματα με τους Λευκομανδίτες, φρουρέ;»
Γιατί σταματήσαμε; αναρωτήθηκε η Εγκουέν, που είχε τη φούρια της. «Άραγε, ξέχασε τον Ματ;»
«Όχι ακριβώς, Άες Σεντάι», είπε ο αξιωματικός. «Δεν έχουμε εμπλακεί. Επιχείρησαν να προωθηθούν στην Αγορά του Έλντον, στην άλλη όχθη του ποταμού, αλλά τους δώσαμε ένα μάθημα. Η Άμερλιν σκοπεύει να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξαναπροσπαθήσουν».
«Βέριν Σεντάι», άρχισε να λέει μαζεμένα η Εγκουέν. «Ο Ματ —»
«Μια στιγμή, τέκνο μου», είπε η Άες Σεντάι, που δεν φαινόταν εντελώς αφηρημένη. «Δεν τον ξέχασα». Η προσοχή της στράφηκε πάλι στο φρουρό. «Και τα απομακρυσμένα χωριά;»
Ο άντρας σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους Λευκομανδίτες σε απόσταση, Άες Σεντάι, αλλά απομακρύνονται όταν πηγαίνουν εκεί τα περίπολά μας». Η Βέριν ένευσε και θα είχε προχωρήσει, αλλά ο φρουρός ξαναμίλησε. «Με συγχωρείς, Άες Σεντάι, αλλά φαίνεται ότι έρχεσαι από μακριά. Είχες καθόλου νέα; Με κάθε εμπορικό πλοίο που ανεβαίνει το ποτάμι, έρχονται και καινούριες φήμες. Λένε ότι κάπου στα δυτικά υπάρχει ένας καινούριος ψεύτικος Δράκοντας. Λένε, αν είναι δυνατόν, πως έχει τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου να τον ακολουθούν, που επέστρεψαν από τους νεκρούς και πως σκότωσε πλήθος Λευκομανδίτες και κατέστρεψε μια πόλη —Φάλμε την ονομάζουν― στο Τάραμπον, έτσι λένε μερικοί».