«Λένε πως τον βοήθησαν Άες Σεντάι!» ήχησε μια αντρική φωνή από την ουρά. Ο Χούριν πήρε μια βαθιά ανάσα και σάλεψε, σαν να περίμενε ότι θα ξεσπούσε βίαιο επεισόδιο.
Η Εγκουέν κοίταξε ολόγυρα, μα δεν φαινόταν ίχνος από εκείνον που είχε φωνάξει. Μοναδικό μέλημα όλων έμοιαζε να είναι η αναμονή, είτε υπομονετικά είτε ανυπόμονα, μέχρι τη στιγμή που θα περνούσαν. Τα πράγματα είχαν αλλάξει και όχι προς το καλύτερο. Όταν η Εγκουέν είχε φύγει από την Ταρ Βάλον, όποιος σήκωνε φωνή κατά των Άες Σεντάι θα ήταν τυχερός αν τη γλίτωνε με μια μπουνιά στη μύτη από όποιον τον είχε ακούσει. Ο αξιωματικός, με κατακόκκινο πρόσωπο, αγριοκοίταζε την ουρά που σχημάτιζε το πλήθος.
«Οι φήμες σπανίως είναι αληθινές», του είπε η Βέριν. «Μπορώ να σου πω ότι το Φάλμε είναι ακόμη απόρθητο. Δεν βρίσκεται καν στο Τάραμπον, φρουρέ. Να ακούς λιγότερο τις φήμες και περισσότερο την Έδρα της Άμερλιν. Το Φως να λάμπει πάνω σου».
Η θέα της γέφυρας γέμισε την Εγκουέν με θαυμασμό, όπως συνέβαινε πάντα με τις γέφυρες της Ταρ Βάλον. Τα σκαλιστά τοιχώματα έμοιαζαν τόσο λεπτοδουλεμένοι που θα ανταγωνίζονταν ακόμα και το έργο της καλύτερης κεντήστρας. Δεν θα πίστευε κανείς ότι γινόταν τέτοια δουλειά πάνω σε πέτρα, ή ότι θα άντεχε έστω και το ίδιο της το βάρος. Ο ποταμός κυλούσε, δυνατός και σταθερός, πενήντα βήματα ή περισσότερα πιο κάτω και για οκτακόσια μέτρα η γέφυρα απλωνόταν χωρίς στηρίγματα, από την όχθη ως το νησί.
Ακόμα πιο θαυμαστό, με το δικό του τρόπο, ήταν το συναίσθημα ότι η γέφυρα την πήγαινε στο σπίτι της ― θαυμαστό και τρομερό. Σπίτι μου είναι το Πεδίο του Έμοντ. Μα η Ταρ Βάλον ήταν το μέρος όπου η Εγκουέν θα μάθαινε αυτά που έπρεπε για να επιζήσει, για να διατηρήσει την ελευθερία της. Εκεί, στην Ταρ Βάλον, θα μάθαινε —έπρεπε να μάθει― γιατί την τάραζαν τόσο τα όνειρά της και γιατί μερικές φορές έμοιαζαν να έχουν νοήματα που δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει. Η ζωή της τώρα ήταν δεμένη με την Ταρ Βάλον. Αν επέστρεφε ποτέ στο Πεδίο του Έμοντ —το «αν» ήταν οδυνηρό, αλλά έπρεπε να φανεί ειλικρινής― θα ήταν για επίσκεψη, για να δει τους γονείς της. Η Εγκουέν ήταν ήδη κάτι παραπάνω από κόρη του πανδοχέα. Ούτε αυτά τα δεσμά θα την κρατούσαν πια, όχι επειδή τα μισούσε, αλλά επειδή τα είχε ξεπεράσει.
Η γέφυρα ήταν μονάχα η αρχή. Σχημάτιζε μια αψίδα που έφτανε ίσαμε τα τείχη που έζωναν το νησί, τα ψηλά τείχη από αστραφτερή, άσπρη πέτρα με ασημένιες φλέβες, που οι επάλξεις τους ατένιζαν τη γέφυρα από ψηλά. Κατά διαστήματα στα τείχη παρεμβάλλονταν πυργίσκοι, φτιαγμένοι από τις ίδιες άσπρες πέτρες, με ογκώδεις βάσεις, που τις αγκάλιαζαν τα νερά του ποταμού. Αλλά πάνω από τα τείχη και πιο πέρα υψώνονταν οι πραγματικοί πύργοι της Ταρ Βάλον, οι πύργοι οι παραμυθένιοι, με μυτερά βέλη, ραβδώσεις και σπείρες, που μερικοί ενώνονταν με ψηλές γέφυρες, εκατό βήματα, ή και περισσότερα, ψηλά πάνω από το έδαφος. Και ήταν μονάχα η αρχή.
Δεν είχαν φρουρούς οι επενδυμένες με μπρούτζο θύρες, έστεκαν τόσο πλατιές, που είκοσι ιππείς δίπλα-δίπλα χωρούσαν να περάσουν και άνοιγαν σε έναν από τους τεράστιους δρόμους που διέτρεχαν όλο το νησί. Ίσως η άνοιξη να είχε πεισμώσει, ο αέρας όμως ευωδίαζε άνθη, αρώματα και μπαχαρικά.
Η πόλη έκοψε την ανάσα της Εγκουέν, λες και δεν την είχε ξαναδεί. Σε όλες τις πλατείες και τα σταυροδρόμια υπήρχε ένα σιντριβάνι, ένα μνημείο ή κάποιο άγαλμα, μερικά πάνω σε πελώριους κίονες, ψηλούς όσο οι πύργοι, αλλά αυτό που θάμπωνε το βλέμμα ήταν η πόλη αυτή καθαυτήν. Εκεί, κάτι που ήταν απλό στο σχήμα, μπορεί να είχε τόσα στολίσματα και σχέδια που έμοιαζε να είναι στόλισμα και το ίδιο, ή, άλλες φορές, στερημένο από στολίδια, χρησιμοποιούσε μόνο το σχήμα για να επιδείξει μεγαλείο. Ήταν κτίρια μεγάλα και μικρά, από πέτρες σε όλη την γκάμα των χρωμάτων, όμοια με κοχύλια, με κύματα ή γκρεμούς σμιλεμένους από τον άνεμο, που κυμάτιζαν και θάμπωναν, έχοντας συλληφθεί από τη φύση ή γεννηθεί στα μονοπάτια της ανθρώπινης σκέψης. Οι κατοικίες, τα πανδοχεία, οι στάβλοι ― ακόμα και τα πιο ασήμαντα κτίσματα στην Ταρ Βάλον ήταν φτιαγμένα με απώτερο στόχο την ομορφιά. Οι Ογκιρανοί λιθοξόοι είχαν κατασκευάσει σχεδόν ολόκληρη την πόλη τα ατέλειωτα χρόνια μετά το Τσάκισμα του Κόσμου και ισχυρίζονταν πως ήταν η πιο έξοχη δουλειά τους.
Άντρες και γυναίκες όλων των εθνών συνωθούνταν στους δρόμους. Είχαν δέρμα σκούρο και ανοιχτό, καθώς και όλα τα ενδιάμεσα χρώματα, ενώ τα ρούχα τους άλλα είχαν φωτεινά χρώματα και μοτίβα, άλλα ήταν μουντά μα γεμάτα κρόσσια, πλεξούδες και γυαλιστερά κουμπιά και άλλα ήταν λιτά και αυστηρά· έδειχναν περισσότερη σάρκα απ’ όσο η Εγκουέν θεωρούσε ότι άρμοζε, ή δεν αποκάλυπταν τίποτα, παρεκτός τα μάτια και τις άκρες των δαχτύλων. Καροτσάκια και φορεία ελίσσονταν μέσα από το πλήθος και οι βαστάζοι, που σιγότρεχαν, φώναζαν «κάντε στην άκρη!». Αμαξίδια με σκεπή προχωρούσαν αργά και οι αμαξάδες με τις λιβρέες κραύγαζαν «άντε!» και «όπα!», λες και πίστευαν πως έτσι θα τάχυναν το ρυθμό τους. Πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν φλάουτο, άρπα ή αυλό, μερικές φορές ακομπανιάροντας κάποιον ταχυδακτυλουργό ή ακροβάτη, πάντα με το σκούφο απλωμένο για νομίσματα. Περιπλανώμενοι πωλητές διαλαλούσαν τα καλά τους και οι μαγαζάτορες, που στέκονταν μπροστά από τα καταστήματά τους, διακήρυσσαν την ποιότητα της πραμάτειας τους. Ένα βουητό γέμιζε την πόλη, σαν το τραγούδι ενός ζωντανού πλάσματος.