Выбрать главу

Η Βέριν είχε σηκώσει την κουκούλα για να κρύψει το πρόσωπό της. Κανένας δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία εδώ στα πλήθη, σκέφτηκε η Εγκουέν. Ακόμα και το φορείο του Ματ, που το έσερνε το άλογο, δεν τραβούσε τα βλέμματα, αν και κάποιοι αποτραβιόνταν μόλις τους έβλεπαν να έρχονται βιαστικά. Οι άνθρωποι μερικές φορές έφερναν τους αρρώστους τους στο Λευκό Πύργο για Θεραπεία και μπορεί αυτό που είχε ο ασθενής να ήταν κολλητικό.

Η Εγκουέν οδήγησε το άλογό της κοντά στη Βέριν και έγειρε να της μιλήσει. «Στ’ αλήθεια περιμένεις ότι θα έχουμε φασαρίες τώρα; Είμαστε στην πόλη. Κοντεύουμε». Τώρα ο Λευκός Πύργος δέσποζε μπροστά τους, ένα μεγάλο κτίριο που άστραφτε πλατύ και ψηλό πάνω από τις στέγες.

«Πάντα περιμένω φασαρίες», αποκρίθηκε ατάραχα η Βέριν, «και το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ. Πολύ περισσότερο στο Λευκό Πύργο. Πρέπει όλες να προσέχετε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά τώρα. Τα... κολπάκια σου» —το στόμα της σφίχτηκε για μια στιγμή, πριν ξαναβρεί τη γαλήνια έκφρασή της― «τρόμαξαν τους Λευκομανδίτες, αλλά μέσα στον Πύργο μπορεί να σε οδηγήσουν στο θάνατο, ή στο σιγάνεμα».

«Δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα στον Πύργο», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. «Καμία μας δεν θα το έκανε». Η Νυνάβε και η Ηλαίην είχαν ζυγώσει κοντά τους, αφήνοντας τον Χούριν να προσέχει τα υποζύγια. Οι κοπέλες ένευσαν, η Ηλαίην ζωηρά και η Νυνάβε σαν να είχε επιφυλάξεις, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Εγκουέν.

«Δεν πρέπει να το ξανακάνεις, παιδί μου. Δεν πρέπει! Ποτέ!» Η Βέριν τις λοξοκοίταξε από το άνοιγμα της κουκούλας της και κούνησε το κεφάλι. «Και, ειλικρινά, ελπίζω να μάθατε τι απερισκεψία είναι να μιλάτε, όταν θα έπρεπε να είστε αμίλητες». Το πρόσωπο της Εγκουέν έγινε κατακόκκινο και τα μάγουλα της Εγκουέν πύρωσαν. «Όταν μπούμε στο χώρο του Πύργου, κλείστε το στόμα και αποδεχτείτε οτιδήποτε κι αν συμβεί. Οτιδήποτε κι αν συμβεί! Δεν ξέρετε τίποτα γι’ αυτά που μας περιμένουν στον Πύργο και ακόμη κι αν ξέρατε, δεν θα γνωρίζατε πώς να αντεπεξέλθετε. Σιωπή, λοιπόν».

«Θα κάνω ό,τι πεις, Βέριν Σεντάι», είπε η Εγκουέν και η Ηλαίην τη μιμήθηκε. Η Νυνάβε φύσηξε τη μύτη της. Η Άες Σεντάι την κάρφωσε με το βλέμμα και εκείνη ένευσε απρόθυμα.

Ο δρόμος έβγαζε σε μια πελώρια πλατεία στο κέντρο της πόλης. Στη μέση της πλατείας στεκόταν ο Λευκός Πύργος, που άστραφτε στον ήλιο και στεκόταν πανύψηλος, μοιάζοντας σχεδόν να αγγίζει τον ουρανό, ξεπηδώντας από ένα παλάτι με θόλους και ντελικάτους, μυτερούς πυργίσκους, καθώς και από άλλα σχήματα, τα οποία κύκλωνε ο περίβολος του Πύργου. Ήταν παράξενο το πόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν στην πλατεία. Η Εγκουέν θύμισε στον εαυτό της, ανήσυχη, ότι κανένας δεν έμπαινε στον Πύργο χωρίς να έχει δουλειά εκεί.

Ο Χούριν οδήγησε μπροστά το άλογο με το φορείο, μόλις μπήκαν στην πλατεία. «Βέριν Σεντάι, τώρα πρέπει να σας αφήσω». Έριξε μια σύντομη ματιά στον Πύργο και κατόρθωσε να μην τον ξανακοιτάξει, παρ’ όλο που ήταν δύσκολο να στρέψεις το βλέμμα οπουδήποτε αλλού. Ο Χούριν καταγόταν από μια χώρα όπου σέβονταν τις Άες Σεντάι ― όμως, άλλο ήταν να τις σέβεσαι και άλλο να σε έχουν περικυκλώσει.

«Μας βοήθησες τα μέγιστα στο ταξίδι μας, Χούριν», του είπε η Βέριν, «ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Έχει μέρος για να αναπαυτείς στον Πύργο, πριν πάρεις πάλι το δρόμο του γυρισμού».

Ο Χούριν κούνησε έντονα το κεφάλι. «Δεν μπορώ να χαραμίσω ούτε μια μέρα, Βέριν Σεντάι. Ούτε μια ώρα. Πρέπει να ξαναγυρίσω στο Σίναρ, για να πω στο Βασιλιά Ήζαρ και στον Άρχοντα Άγκελμαρ την αλήθεια γι’ αυτά που συνέβησαν στο Φάλμε. Πρέπει να τους πω για...» Σταμάτησε απότομα και κοίταξε τριγύρω. Κανείς δεν ήταν κοντά για να κρυφακούσει, αλλά έστω κι έτσι, χαμήλωσε τη φωνή του και είπε μονάχα: «Για τον Ραντ, Ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Πρέπει να υπάρχουν εμπορικά πλοία που ανεβαίνουν το ποτάμι και σκοπεύω να βρεθώ στο επόμενο που θα σηκώσει πανιά».

«Πήγαινε με το Φως, τότε, Χούριν του Σίναρ», είπε η Βέριν.