«Το Φως να λάμπει πάνω σε όλες σας», απάντησε εκείνος πιάνοντας τα γκέμια. Μα δίστασε μια στιγμή και συμπλήρωσε μετά: «Αν με χρειαστείς —όποτε κι αν είναι― στείλε μήνυμα στο Φαλ Ντάρα και θα βρω τρόπο να έρθω». Ξερόβηξε, σαν να ένιωθε αμηχανία, έστριψε το άλογο και έφυγε με τροχασμό, με κατεύθυνση πέρα από τον Πύργο. Δεν άργησε καθόλου να χαθεί από το βλέμμα τους.
Η Νυνάβε κούνησε αγανακτισμένη το κεφάλι. «Αυτοί οι άντρες! Όλο λένε να στείλεις μήνυμα, αν είναι ανάγκη, αλλά όταν είναι να χρειαστείς κάποιον, θα τον χρειαστείς αμέσως».
«Κανένας άντρας δεν μπορεί να μας βοηθήσει εκεί που πάμε τώρα», είπε ξερά η Βέριν. «Μην ξεχνάτε. Σιωπή».
Η Εγκουέν ένιωσε να χάνει κάτι, τώρα που έφευγε ο Χούριν. Με το ζόρι θα μπορούσε να μιλήσει στα άλλα μέλη της ομάδας, με εξαίρεση τον Ματ. Η Βέριν είχε δίκιο. Ήταν απλώς ένας άντρας, τίποτα παραπάνω και θα ήταν ανήμπορος, σαν μωρό, όταν θα ερχόταν η στιγμή να αντιμετωπίσουν αυτό που τις περίμενε στον Πύργο, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Αλλά η αναχώρησή του σήμαινε ότι η ομάδα τους είχε λιγοστέψει κατά έναν και η Εγκουέν δεν έβγαζε από το νου της τη σκέψη ότι ήταν χρήσιμο να έχεις κοντά έναν άντρα με σπαθί. Πέραν αυτού, ο Χούριν αποτελούσε ένα σύνδεσμο με τον Ραντ και τον Πέριν. Τώρα έχω να ασχοληθώ με τα δικά μου προβλήματα. Ο Ραντ και ο Πέριν θα έπρεπε να αρκεστούν στη Μουαραίν, που θα τους πρόσεχε. Κι εκείνη η Μιν σίγουρα θα προσέχει τον Ραντ, σκέφτηκε με μια αναλαμπή ζήλιας, την οποία προσπάθησε να αποδιώξει. Σχεδόν τα κατάφερε.
Αναστέναξε και πήρε τα ηνία του αλόγου που έσερνε το φορείο. Ο Ματ ήταν κουκουλωμένος ως το πηγούνι· η αναπνοή του ηχούσε σαν βραχνό τρίξιμο. Σύντομα θα Θεραπευτείς, τώρα που φτάσαμε. Και θα βρούμε τι περιμένει εμάς. Ευχήθηκε να σταματούσε πια η Βέριν να τις τρομάζει. Ευχήθηκε να μη σκεφτόταν μέσα της ότι η Βέριν βάσιμα τις τρόμαζε.
Η Βέριν τις οδήγησε γύρω από τον Πύργο, σε μια μικρή, πλαϊνή πύλη, που ήταν ανοιχτή και είχε δυο φρουρούς. Η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε, έριξε πίσω την κουκούλα και έσκυψε από τη σέλα για να μιλήσει χαμηλόφωνα στον έναν. Εκείνος ξαφνιάστηκε και έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα στην Εγκουέν και τους άλλους. Είπε γοργά «όπως προστάζεις, Άες Σεντάι» και μπήκε τρεχάλα στον περίβολο του παλατιού. Η Βέριν ήδη, στο μεταξύ, περνούσε την πύλη, πριν αυτός τελειώσει τη φράση του. Η Άες Σεντάι προχωρούσε σαν να μην υπήρχε καμία βιασύνη.
Η Εγκουέν ακολούθησε με το φορείο, ανταλλάσσοντας ματιές με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, ενώ αναρωτιόταν τι να είχε πει η Βέριν στο φρουρό.
Λίγο πιο μέσα από την πύλη υπήρχε ένα φυλάκιο από γκρίζες πέτρες, με σχήμα εξάκτινου αστεριού γερμένου στο πλάι. Μια μικρή παρέα φρουρών στέκονταν νωθρά στην είσοδο· έκοψαν τη συζήτηση και υποκλίθηκαν καθώς η Βέριν περνούσε.
Αυτό το τμήμα του Πύργου θα μπορούσε να ήταν το πάρκο κάποιου άρχοντα, όλο δέντρα, περιποιημένους θάμνους και πλατιά, χαλικόστρωτα μονοπάτια. Ανάμεσα στα δέντρα φαίνονταν κι άλλα κτίρια, αλλά ο Πύργος δέσποζε πάνω απ’ όλα.
Το μονοπάτι τις οδήγησε στην αυλή ενός στάβλου ανάμεσα στα δέντρα, όπου σταβλίτες με δερμάτινα γιλέκα ήρθαν τρέχοντας να πάρουν τα άλογά τους. Με τις οδηγίες της Άες Σεντάι, κάποιοι από τους σταβλίτες έλυσαν το φορείο και το κατέβασαν με προσοχή στο πλάι. Καθώς οδηγούσαν τα άλογα στο στάβλο, η Βέριν πήρε το δερμάτινο σακούλι από τα πόδια του Ματ και το έχωσε αδιάφορα κάτω από το μπράτσο της.
Η Νυνάβε, που έτριβε την πλάτη της με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της, σταμάτησε και κοίταξε την Άες Σεντάι σμίγοντας τα φρύδια. «Είπες ότι έχει λίγες μόνο ώρες. Δεν θα κάνεις —»
Η Βέριν ύψωσε το χέρι, αλλά η Εγκουέν δεν κατάλαβε αν η Νυνάβε έπαψε να μιλά γι’ αυτό το λόγο, ή επειδή είχε ακουστεί τρίξιμο βημάτων πάνω στα χαλίκια.
Μέσα σε μια στιγμή, εμφανίστηκε η Σέριαμ Σεντάι ακολουθούμενη από τρεις Αποδεχθείσες, που τα λευκά φορέματά τους είχαν στον ποδόγυρο τα χρώματα και των επτά Άτζα, από το Γαλάζιο ως το Κόκκινο, όπως, επίσης, και από δύο ψηλούς και γεροδεμένους άντρες με κακοραμμένα σακάκια, σαν αυτά που φορούσαν οι απλοί εργάτες. Η Κυρά των Μαθητευομένων ήταν μια παχουλή γυναίκα με ψηλά ζυγωματικά, κάτι που ήταν συνηθισμένο στη Σαλδαία. Τα μαλλιά της, που ήταν κόκκινα σαν πυρκαγιά και τα λοξά, πράσινα μάτια της τόνιζαν με έναν εντυπωσιακό τρόπο τα ευγενικά χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι. Κοίταξε γαλήνια την Εγκουέν και τις άλλες, αλλά το στόμα της ήταν σφιγμένο.
«Έφερες πίσω, λοιπόν, τις τρεις δραπέτισσές μας, Βέριν. Με όσα έχουν συμβεί, σχεδόν εύχομαι να μην το είχες κάνει».
«Εμείς δεν...» άρχισε να λέει η Εγκουέν, αλλά η Βέριν τη σταμάτησε με ένα κοφτό «ΣΙΩΠΗ!» Η Βέριν την κοίταξε —κοίταξε και τις τρεις― με ένα πολύ έντονο βλέμμα, σαν να ήθελε με αυτό τον τρόπο να τις κάνει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.