Η Εγκουέν ήταν βέβαια πως η ίδια αυτό θα έκανε. Δεν είχε δει άλλοτε τη Βέριν θυμωμένη. Η Νυνάβε σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, αλλά δεν είπε τίποτα. Οι τρεις Αποδεχθείσες πίσω από τη Σέριαμ παρέμειναν σιωπηλές, φυσικά, αλλά της Εγκουέν της φάνηκε πως τα αυτιά τους είχαν πλατύνει για να ακούσουν καλύτερα.
Όταν η Βέριν βεβαιώθηκε πως η Εγκουέν και οι άλλες θα έμεναν ήσυχες, στράφηκε πάλι προς τη Σέριαμ. «Το αγόρι πρέπει να μεταφερθεί κάπου που να είναι μακριά από όλους. Είναι άρρωστος, σε επικίνδυνο βαθμό. Επικίνδυνος για τους άλλους, όπως και για τον ίδιο».
«Μου είπαν ότι έχεις ένα φορείο που πρέπει να μεταφερθεί». Η Σέριαμ έδειξε το φορείο στους δύο άντρες, είπε χαμηλόφωνα μια λέξη στον έναν και χωρίς πολλά-πολλά πήραν τον Ματ αλλού.
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να πει ότι ο Ματ είχε ανάγκη να τον βοηθήσουν τώρα αμέσως, αλλά το ξανάκλεισε έπειτα από ένα γοργό και οργισμένο βλέμμα της Βέριν. Η Νυνάβε τραβούσε την πλεξούδα της τόσο δυνατά που κόντευε να την ξεριζώσει.
«Φαντάζομαι ότι τώρα, πια, ολόκληρος ο Πύργος ξέρει ότι επιστρέψαμε» είπε η Βέριν.
«Όσοι δεν το ξέρουν», της είπε η Σέριαμ, «δεν θα αργήσουν να το μάθουν. Το κύριο θέμα των συζητήσεων και των κουτσομπολιών είναι ποιοι έρχονται και ποιοι φεύγουν. Ακόμα και πριν από το Φάλμε, καθώς και πολύ πριν από τον πόλεμο στην Καιρχίν. Πίστευες ότι θα το κρατούσες μυστικό;»
Η Βέριν έπιασε το δερμάτινο σακούλι και με τα δύο χέρια. «Πρέπει να δω την Άμερλιν. Ευθύς αμέσως».
«Και τι θα γίνει με αυτές τις τρεις;»
Η Βέριν κοίταξε συλλογισμένα την Εγκουέν και τις φίλες της, σμίγοντας τα φρύδια. «Πρέπει να τις φυλάξουμε καλά, μέχρι να θελήσει η Άμερλιν να τις δει. Αν το θελήσει. Να τις φυλάξουμε καλά, κατάλαβες; Νομίζω ότι τα δωμάτιά τους θα είναι κατάλληλα γι’ αυτό το σκοπό. Δεν χρειάζονται κελιά. Ούτε λέξη σε κανέναν».
Η Βέριν ακόμα μιλούσε στη Σέριαμ, αλλά η Εγκουέν κατάλαβε ότι η τελευταία φράση ήταν μια υπενθύμιση για την ίδια και τις άλλες. Η Νυνάβε είχε χαμηλώσει τα φρύδια και τίναζε την πλεξούδα της, σαν να ήθελε να χτυπήσει κάτι με αυτήν. Τα γαλανά μάτια της Ηλαίην ήταν διάπλατα ανοιχτά και το πρόσωπό της ήταν ακόμα πιο χλωμό απ’ ό,τι συνήθως. Η Εγκουέν δεν ήξερε ποια συναισθήματα συμμεριζόταν, το θυμό, το φόβο ή την ανησυχία. Λίγο κι από τα τρία, σκέφτηκε.
Ρίχνοντας μια τελική, εξεταστική ματιά στις τρεις συνταξιδιώτισσές της, η Βέριν έφυγε βιαστικά, σφίγγοντας το σακίδιο στον κόρφο της, ενώ ο μανδύας ανέμιζε πίσω της. Η Σέριαμ στήριξε τα χέρια στους γοφούς της και περιεργάστηκε την Εγκουέν και τις άλλες δύο. Για μια στιγμή, η Εγκουέν ένιωσε την ένταση να υποχωρεί. Η Κυρά των Μαθητευομένων πάντα συγκρατούσε τα νεύρα της και είχε μια πονετική αίσθηση του χιούμορ, ακόμα κι όταν σε φόρτωνε παραπανίσιες αγγαρείες επειδή είχες καταπατήσει κάποιον κανόνα.
Αλλά η φωνή της Σέριαμ ήταν βαριά όταν μίλησε. «Ούτε λέξη, είπε η Βέριν Σεντάι και δεν πρόκειται να πείτε ούτε λέξη. Αν μιλήσει κάποια από εσάς, εκτός, φυσικά, για να απαντήσετε σε Άες Σεντάι, θα το μετανιώσει ― θα εύχεστε να σας είχα δείρει με τη βίτσα και να σας είχα βάλει να σφουγγαρίζετε πατώματα για ώρες. Έγινα κατανοητή;»
«Μάλιστα, Άες Σεντάι», είπε η Εγκουέν και άκουσε τις άλλες δύο να λένε το ίδιο, παρ’ όλο που η Νυνάβε ξεστόμισε τις λέξεις με ένα προκλητικό ύφος.
Η Σέριαμ έβγαλε έναν αηδιασμένο ήχο από το λαιμό της, σχεδόν σαν γρύλισμα. «Τώρα έρχονται λιγότερα κορίτσια απ’ ό,τι άλλοτε για να εκπαιδευτούν στον Πύργο, μα συνεχίζουν να έρχονται. Τα πιο πολλά φεύγουν χωρίς να έχουν μάθει να αισθάνονται την Αληθινή Πηγή και πολύ λιγότερο να την αγγίζουν. Μερικά, φεύγοντας, έχουν μάθει αρκετά ώστε να μη βλάψουν τον εαυτό τους. Μια χούφτα μόνο μπορεί να ελπίζουν ότι θα φτάσουν να γίνουν Αποδεχθείσες και πολύ λιγότερα ότι θα φορέσουν το επώμιο. Είναι μια σκληρή ζωή, είναι σκληρή η μάθηση, όμως όλες οι μαθητευόμενες βάζουν τα δυνατά τους για να κρατηθούν, για να αποκτήσουν το δαχτυλίδι και το επώμιο. Ακόμα κι όταν ο φόβος τις κάνει να κλαίνε κάθε βράδυ μόνες, μέχρι να αποκοιμηθούν, παλεύουν για να συνεχίσουν. Κι εσείς οι τρεις, που έχετε περισσότερες ικανότητες έμφυτες μέσα σας απ’ όσες έλπιζα να δω στη ζωή μου, αφήσατε τον Πύργο δίχως άδεια, το σκάσατε ουσιαστικά ανεκπαίδευτες. Και τώρα γυρνάτε πίσω σαν να μην έγινε τίποτα, λες και μπορείτε να ξαναρχίσετε την εκπαίδευση αύριο το πρωί». Άφησε την ανάσα της να βγει αργά, σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί. «Φαολάιν!»
Οι τρεις Αποδεχθείσες τινάχτηκαν σαν να τις είχαν συλλάβει να κρυφακούν και η μια τους, μια με μαύρα, κατσαρά μαλλιά, προχώρησε μπροστά. Ήταν νεαρές γυναίκες, αλλά μεγαλύτερες από τη Νυνάβε. Η ταχεία Αποδοχή της Νυνάβε ήταν άκρως ασυνήθιστη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, περνούσαν χρόνια ως μαθητευόμενες για να κερδίσουν το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού που φορούσαν και χρειάζονταν χρόνια ακόμα για να ανέλθουν στο επίπεδο μιας κανονικής Άες Σεντάι.