Выбрать главу

«Πάρτε τες στα δωμάτιά τους», διέταξε η Σέριαμ, «και κρατήστε τες εκεί. Μπορούν να έχουν ψωμί, κρύο ζωμό και νερό, μέχρι να πει κάτι άλλο η Έδρα της Αμερλιν. Κι αν κάποια πει έστω και μία λέξη, μπορείτε να την πάρετε στα μαγειρεία και να τη βάλετε να πλένει τις κατσαρόλες». Γύρισε επιτόπου και απομακρύνθηκε, ενώ ακόμα και η πλάτη της έδειχνε θυμό.

Η Φαολάιν κοίταξε την Εγκουέν και τις άλλες σχεδόν με ελπίδα, ειδικά τη Νυνάβε, που είχε μια άγρια έκφραση, σαν να φορούσε μάσκα. Το στρογγυλό πρόσωπο της Φαολάιν δεν φανέρωνε την παραμικρή αγάπη για εκείνες που καταπατούσαν τους κανόνες τόσο επιδεικτικά και πολύ λιγότερο για κάποια σαν τη Νυνάβε, μια αδέσποτη, που είχε κερδίσει το δαχτυλίδι της δίχως καν να γίνει μαθητευόμενη, που είχε διαβιβάσει πριν καν έρθει στην Ταρ Βάλον. Όταν έγινε φανερό ότι η Νυνάβε θα συγκρατούσε το θυμό της, η Φαολάιν σήκωσε τους ώμους. «Όταν παρουσιαστείς μπροστά στην Άμερλιν, μάλλον θα σε στείλει για σιγάνεμα».

«Σταμάτα, Φαολάιν», είπε μια άλλη Αποδεχθείσα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις, είχε λεπτό, όμορφο λαιμό, σκούρα επιδερμίδα και κινήσεις όλο χάρη. «Θα σε πάρω εγώ», είπε στη Νυνάβε. «Με λένε Τέοντριν και είμαι κι εγώ αδέσποτη. Θα φροντίσω να υπακούσεις στις διαταγές της Σέριαμ Σεντάι, αλλά δεν θα σε τσιγκλήσω. Έλα».

Η Νυνάβε έριξε μια ανήσυχη ματιά στην Εγκουέν και την Ηλαίην και μετά αναστέναξε και άφησε την Τέοντριν να την πάρει.

«Αδέσποτες», μουρμούρισε η Φαολάιν. Ο τρόπος που αυτή η λέξη έβγαινε από τα χείλη της έμοιαζε με βλαστήμια. Γύρισε το βλέμμα στην Εγκουέν.

Η τρίτη Αποδεχθείσα, μια όμορφη νεαρή με ροδοκόκκινα μάγουλα, πήρε θέση δίπλα στην Ηλαίην. Οι γωνιές του στόματός της ήταν γυρισμένες ελαφρώς προς τα πάνω, σαν να ήθελε να χαμογελάσει, αλλά η αυστηρή ματιά που έριξε στην Ηλαίην έλεγε ότι δεν θα ανεχόταν καμία ανοησία τώρα.

Η Εγκουέν ανταπέδωσε το επίμονο βλέμμα της Φαολάιν όσο πιο γαλήνια μπορούσε και επίσης, όπως έλπιζε, με λίγη από την υπεροπτική, σιωπηλή περιφρόνηση που επεδείκνυε η Ηλαίην. Κόκκινο Άτζα, σκέφτηκε. Αυτή εδώ οπωσδήποτε θα διαλέξει το Κόκκινο. Μα ήταν δύσκολο να βγάλει από τις σκέψεις της τα δικά της προβλήματα. Φως μου, τι θα μας κάνουν, άραγε; Εννοούσε τις Άες Σεντάι, τον Πύργο, όχι αυτές τις γυναίκες.

«Έλα, λοιπόν», είπε απότομα η Φαολάιν. «Λες και δεν μου φτάνει που θα στέκομαι σκοπός έξω από την πόρτα σου, πρέπει να φάω όλη τη μέρα μου εδώ; Έλα μαζί μου».

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε το χέρι της Ηλαίην και ακολούθησε. Φως μου, μακάρι να πήγαν να Θεραπεύσουν τον Ματ.

12

Η Έδρα της Άμερλιν

Η Σιουάν Σάντσε έκανε βόλτες μπρος-πίσω στο μελετητήριό της και μερικές φορές κοντοστεκόταν για να κοιτάξει —με εκείνο το γαλανό βλέμμα που είχε κάνει ηγεμόνες να τραυλίσουν― ένα κουτί από σμιλεμένο νυχτόξυλο, σε ένα μακρύ τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Ευχήθηκε να μην αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει κάποιο από τα προσεκτικά διατυπωμένα έγγραφα που περιέχονταν σ’ αυτό. Τα είχε προετοιμάσει και σφραγίσει στα κρυφά, με τα ίδια της τα χέρια, για να καλύψουν μια πλειάδα ενδεχομένων. Στο κουτί είχε κάνει ένα ξόρκι έτσι ώστε, αν το άνοιγε κάποιο άλλο χέρι εκτός από το δικό της, τα περιεχόμενά του, με μια αστραπή, να γίνονταν στάχτη· πιθανότατα και το ίδιο το κουτί θα λαμπάδιαζε.

«Κι ελπίζω μαζί να κάψει και το ληστρικό ψαροπούλι, όποια κι αν είναι, για να μην το ξεχάσει ποτέ», μουρμούρισε. Για εκατοστή φορά από τότε που της είχαν πει ότι η Βέριν επέστρεψε, έσιαξε το επιτραχήλιο στους ώμους της, χωρίς να συνειδητοποιεί την κίνηση της. Κρεμόταν ως κάτω από τη μέση, πλατύ, με ρίγες στα χρώματα και των επτά Άτζα. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν μαζί όλων των Άτζα και κανενός, όποιο κι αν την είχε αναθρέψει.

Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με κάθε χλιδή, επειδή είχε περάσει από γενιές γυναικών που φορούσαν το επιτραχήλιο. Το ψηλό τζάκι, με την πλατιά, κρύα εστία του, ήταν σκαλισμένο στο χρυσοστόλιστο μάρμαρο του Κάντορ και τα ρομβοειδή πλακάκια του δαπέδου ήταν από γυαλισμένη κοκκινόπετρα των Βουνών της Ομίχλης. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ανοιχτόχρωμο, ριγωτό ξύλο, σκληρό σαν σίδερο, με σμιλεμένα αφάνταστα θηρία και πουλιά με απίστευτο φτέρωμα και το είχαν φέρει οι Θαλασσινοί από χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ, πριν ακόμα γεννηθεί ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Ψηλά, αψιδωτά παράθυρα, που τώρα ήταν ανοιχτά για να αφήνουν τις ευωδιές της καινούριας βλάστησης να μπουν μέσα, έβγαζαν σε μια βεράντα που είχε θέα στο μικρό, ιδιωτικό κήπο της, στον οποίο σπάνιες φορές είχε χρόνο να περπατήσει.