Όλη αυτή η μεγαλοπρέπεια ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα έπιπλα που είχε φέρει η Σιουάν Σάντσε στο δωμάτιο. Το μοναδικό τραπέζι και η γερή καρέκλα πίσω του ήταν απλά καμωμένα, αν και γυάλιζαν από το βερνίκι και το κερί μέλισσας, όπως επίσης και η μόνη άλλη καρέκλα του δωματίου. Αυτή η καρέκλα ήταν λίγο παράμερα, αρκετά κοντά, όμως, για να μπορεί να την τραβήξει, αν ήθελε να ζητήσει από τον επισκέπτη της να καθίσει. Μπροστά από το τραπέζι υπήρχε ένα Δακρινό χαλί, υφασμένο με απλά μοτίβα, σε γαλάζιο, καφέ και χρυσαφί χρώμα. Υπήρχε ένας μόνο πίνακας, που κρεμόταν πάνω από το τζάκι και έδειχνε μικρές ψαρόβαρκες μέσα σε καλαμιές. Πέντε-έξι υποστάτες κρατούσαν βιβλία ανοιχτά ολόγυρα στο πάτωμα. Αυτά ήταν όλα. Ακόμα και τα φανάρια δεν θα ήταν εκτός τόπου στο σπιτάκι ενός αγρότη.
Η Σιουάν Σάντσε είχε γεννηθεί φτωχή στο Δάκρυ και είχε δουλέψει στην ψαρόβαρκα του πατέρα της, η οποία ήταν ολόιδια με εκείνες στον πίνακα, στο δέλτα που ονομαζόταν τα Δάχτυλα του Δράκοντα, πριν ονειρευτεί καν να έρθει στην Ταρ Βάλον. Ακόμα και τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που είχε ανεβεί στην Έδρα, δεν την είχαν κάνει να νιώθει άνετα μέσα σε πολυτέλειες. Το υπνοδωμάτιό της ήταν ακόμα πιο απλό.
Δέκα χρόνια με το επιτραχήλιο, σκέφτηκε. Σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που αποφάσισα να σαλπάρω σε αυτά τα επικίνδυνα νερά. Κι αν γλιστρήσω τώρα, θα ευχηθώ να ήμουν στην πατρίδα, μαζεύοντας δίχτυα.
Στριφογύρισε όταν άκουσε έναν ήχο. Μια άλλη Άες Σεντάι είχε χωθεί στο δωμάτιο, μια γυναίκα με σκούρο δέρμα και μαύρα, κοντοκομμένα μαλλιά. Η Σιουάν πρόφτασε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή και να πει μόνο αυτό που αναμενόταν. «Ναι, Ληάνε;»
Η Τηρήτρια των Χρονικών έκανε μια βαθιά υπόκλιση, την ίδια που θα έκανε αν ήταν κι άλλοι παρόντες στο δωμάτιο. Η ψηλή Άες Σεντάι, ψηλή ακόμα και για άντρας, στο Λευκό Πύργο είχε μόνο την Έδρα της Άμερλιν ανώτερη της ― η Σιουάν τη γνώριζε από τότε που ήταν μαζί μαθητευόμενες και μερικές φορές η Ληάνε φύλαγε την αξιοπρέπεια του αξιώματος της Άμερλιν με τόση ισχυρογνωμοσύνη που της Σιουάν της ερχόταν να ουρλιάξει.
«Έχει έρθει η Βέριν, Μητέρα, και ζητά να σου μιλήσει. Της είπα ότι έχεις δουλειά, αλλά αυτή θέλει —»
«Δεν έχω τόση δουλειά που να μην προλαβαίνω να της μιλήσω», είπε η Σιουάν. Ήξερε ότι είχε βιαστεί να το πει, αλλά δεν την ένοιαζε. «Στείλε τη μέσα. Δεν υπάρχει λόγος να μείνεις κι εσύ, Ληάνε. Θα της μιλήσω μόνη μου».
Το μόνο δείγμα ότι η Τηρήτρια είχε εκπλαγεί ήταν ένα τρεμοπαίξιμο των φρυδιών της. Η Άμερλιν σπανίως έβλεπε οποιονδήποτε, ακόμα και βασίλισσες, δίχως να είναι μπροστά η Τηρήτρια. Αλλά η Άμερλιν ήταν η Άμερλιν. Η Ληάνε βγήκε υποκλινόμενη και σε λίγες στιγμές της θέση της πήρε η Βέριν, η οποία γονάτισε για να φιλήσει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δάχτυλο της Σιουάν. Η Καφέ αδελφή είχε παραμάσχαλα ένα μεγαλούτσικο δερμάτινο σακουλάκι.
«Σε ευχαριστώ που με δέχτηκες, Μητέρα», είπε η Βέριν καθώς σηκωνόταν. «Έχω επείγοντα νέα από το Φάλμε. Και πολύ περισσότερα. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω».
«Άρχισε απ’ όπου θέλεις», είπε η Σιουάν. «Αυτά τα δωμάτια έχουν ξόρκια, σε περίπτωση που θελήσει κανείς να χρησιμοποιήσει παιδικά κόλπα για να κρυφακούσει». Η Βέριν ύψωσε έκπληκτη τα φρύδια και η Άμερλιν πρόσθεσε: «Πολλά άλλαξαν από τότε που έφυγες. Μίλα».
«Το πιο σημαντικό, λοιπόν. Ο Ραντ αλ’Θορ αυτοαναγορεύτηκε Αναγεννημένος Δράκοντας».
Η Σιουάν ένιωσε να χαλαρώνει ένα σφίξιμο που είχε στο στήθος της. «Έλπιζα να είναι αυτός», είπε μαλακά. «Είχα αναφορές από γυναίκες, που μπορούσαν να μου πουν μόνο ό,τι είχαν ακούσει, καθώς και φήμες με το τσουβάλι, που έρχονταν με τα πλοία των εμπόρων και τις άμαξες των πραματευτάδων, αλλά δεν μπορούσα να είμαι βέβαιη». Ανάσανε βαθιά. «Αλλά νομίζω ότι μπορώ να πω ποια μέρα συνέβη. Ήξερες ότι οι δύο ψεύτικοι Δράκοντες δεν ενοχλούν πια τον κόσμο;»
«Δεν το είχα ακούσει, Μητέρα. Είναι καλή είδηση».
«Ναι. Ο Μάζριμ Τάιμ είναι στα χέρια των αδελφών μας στη Σαλδαία και το φουκαρά τον Χάντον Μιρκ, το Φως να λυπηθεί την ψυχή του, τον πήραν οι Δακρινοί και τον εκτέλεσαν επιτόπου. Κανένας δεν φαίνεται να ξέρει έστω και το όνομά του. Και οι δύο νικήθηκαν την ίδια μέρα και, σύμφωνα με τις φήμες, υπό τις ίδιες συνθήκες. Ήταν πάνω στη μάχη και νικούσαν, όταν ξαφνικά ένα δυνατό φως άστραψε στον ουρανό και ένα όραμα εμφανίστηκε, μόνο για μια στιγμή. Υπάρχουν πάνω από δέκα διαφορετικές εκδοχές για το τι να ήταν, αλλά και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο. Το άλογο του ψεύτικου Δράκοντα ανασηκώθηκε και τον πέταξε κάτω. Αυτός έμεινε λιπόθυμος, οι οπαδοί του κραύγασαν πως ήταν νεκρός, το έσκασαν από το πεδίο της μάχης κι αυτός συνελήφθη. Κάποιες αναφορές που έχω μιλούν για οράματα στον ουρανό, πάνω από το Φάλμε. Πάω στοίχημα ένα χρυσό μάρκο, με αντάλλαγμα μια πέρκα που την ψάρεψαν πριν από μια βδομάδα από το δέλτα, ότι εκείνη τη στιγμή αυτοαναγορεύτηκε ο Ραντ αλ’Θορ Αναγεννημένος Δράκοντας».