«Ο αληθινός Δράκοντας αναγεννήθηκε», είπε η Βέριν, μονολογώντας σχεδόν, «κι έτσι το Σχήμα δεν έχει χώρο για ψεύτικους Δράκοντες πια. Εξαπολύσαμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα στον κόσμο. Το Φως να μας λυπηθεί».
Η Άμερλιν κούνησε ενοχλημένη το κεφάλι. «Κάναμε αυτό που έπρεπε να γίνει». Κι αν το μάθει ακόμα και η πιο φρέσκια μαθητευόμενη, θα με σιγανέψουν πριν καν προλάβει να χαράξει η μέρα, αν δεν με κάνουν πρώτα κομματάκια. Εμένα, τη Μουαραίν, τη Βέριν και μάλλον όποια άλλη θεωρήσουν φίλη μας. Δεν ήταν εύκολο να κάνεις τέτοια μεγάλη συνωμοσία όταν ήξεραν γι’ αυτή μόνο τρεις γυναίκες, όταν ακόμα και μια στενή φίλη τους θα τις πρόδιδε και θα θεωρούσε ότι είχε κάνει καλά το καθήκον της. Φως μου, μακάρι να ήμουν σίγουρη ότι δεν θα είχε άδικο κάνοντας τέτοιο πράγμα. «Τουλάχιστον είναι ασφαλής στα χέρια της Μουαραίν. Αυτή θα τον καθοδηγήσει και θα κάνει ό,τι πρέπει να γίνει. Τι άλλο έχεις να μου πεις, Κόρη μου;»
Αντί για άλλη απάντηση, η Βέριν ακούμπησε το δερμάτινο σακίδιο στο τραπέζι και έβγαλε ένα γυριστό, χρυσό κέρας, με μια αργυρή γραφή χαραγμένη ολόγυρα στο πλατύ χωνί του. Ακούμπησε το κέρας στο τραπέζι και μετά κοίταξε την Άμερλιν με ήρεμη προσμονή.
Η Σιουάν δεν χρειαζόταν να είναι κοντά και να διαβάσει τη γραφή για να καταλάβει τι έλεγε. Τία μι άβεν Μοριντίν ισάιντε βαντίν. «Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου». «Το Κέρας του Βαλίρ;» είπε με κομμένη την ανάσα. «Το έφερες ως εδώ, διασχίζοντας εκατοντάδες λεύγες, με τους Κυνηγούς να ψάχνουν γι’ αυτό παντού; Μα το Φως, γυναίκα, έπρεπε να μείνει στον Ραντ αλ’Θορ».
«Το ξέρω, Μητέρα», είπε γαλήνια η Βέριν, «αλλά οι Κυνηγοί περιμένουν να το βρουν σε μια θαυμαστή περιπέτεια, όχι σε ένα σακί, με τέσσερις γυναίκες που συνοδεύουν έναν άρρωστο νεανία. Και, επίσης, δεν θα βοηθούσε καθόλου τον Ραντ».
«Τι εννοείς; Πρέπει να πολεμήσει στην Τάρμον Γκάι’ντον. Το Κέρας θα καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Μήπως έκανε πάλι καινούριο σχέδιο η Μουαραίν χωρίς να με συμβουλευτεί;»
«Δεν είναι δουλειά της Μουαραίν αυτό, Μητέρα. Εμείς κάνουμε τα σχέδιά μας, αλλά ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα όπως το θέλει. Ο Ραντ δεν ήταν ο πρώτος που ήχησε το Κέρας. Αυτό το έκανε ο Μάτριμ Κώθον. Και τώρα ο Ματ κείτεται πιο κάτω, ετοιμοθάνατος, εξαιτίας της σχέσης του με το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ. Εκτός αν μπορέσουμε να τον Θεραπεύσουμε εδώ».
Η Σιουάν ανατρίχιασε. Η Σαντάρ Λογκόθ, μια νεκρή πόλη, η οποία ήταν τόσο μολυσμένη που ακόμα και οι Τρόλοκ φοβούνταν να μπουν ― και καλά έκαναν. Κατά τύχη, ένα εγχειρίδιο από εκείνο το μέρος είχε καταλήξει στα χέρια του νεαρού Ματ, στρεβλώνοντας και μολύνοντάς τον με το κακό που είχε αφανίσει την πόλη πριν από τόσο καιρό. Σκοτώνοντάς τον. Κατά τύχη; Ή εξαιτίας τον Σχήματος; Στο κάτω-κάτω, είναι κι αυτός τα’βίρεν. Αλλά... ο Ματ ήχησε το Κέρας. Άρα...
«Όσο ζει ο Ματ», συνέχισε η Βέριν, «το Κέρας του Βαλίρ είναι ένα απλό κέρας για όλους τους άλλους. Αν, φυσικά, πεθάνει, τότε κάποιος άλλος μπορεί να το ηχήσει και να πλάσει ένα καινούριο δεσμό ανάμεσα σε αυτόν και στο Κέρας». Το βλέμμα της ήταν αταλάντευτο και ανεπηρέαστο απ’ αυτό που έμοιαζε να προτείνει.
«Πολλοί θα πεθάνουν μέχρι να τελειώσουμε, Κόρη μου». Και ποιον άλλο θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να το ηχήσει πάλι; Δεν θα ρισκάρω τώρα να το επιστρέψω στη Μουαραίν. Ίσως έναν από τους Γκαϊντίν. Ίσως, «Το Σχήμα ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη μοίρα του».
«Μάλιστα, Μητέρα. Και το Κέρας;»
«Προς το παρόν», είπε τελικά η Άμερλιν, «θα βρούμε ένα μέρος να το κρύψουμε, το οποίο θα ξέρουμε μονάχα εμείς οι δυο. Έπειτα, θα συλλογιστώ τι θα γίνει».
Η Βέριν ένευσε. «Ό,τι πεις, Μητέρα. Φυσικά, λίγες ώρες θα σε βοηθήσουν να πάρεις μια απόφαση».
«Αυτά είναι όσα έχεις να μου πεις;» είπε κοφτά τη Σιουάν. «Αν ναι, τότε έχω να ασχοληθώ και με εκείνες τις φυγάδες».
«Υπάρχει το θέμα των Σωντσάν, Μητέρα».
«Τι έγινε με αυτούς; Όλες οι αναφορές που είχα λένε ότι το έσκασαν και διέσχισαν τον ωκεανό, ή πήγαν εκεί απ’ όπου ήρθαν, τέλος πάντων».
«Έτσι φαίνεται, Μητέρα. Αλλά φοβάμαι ότι ίσως χρειαστεί να τους αντιμετωπίσουμε πάλι». Η Βέριν έβγαλε ένα μικρό, δερματόδετο σημειωματάριο από τη ζώνη της και το ξεφύλλισε. «Ονόμαζαν τους εαυτούς τους Πρόδρομους, Εκείνους που Έρχονται Πριν, και μιλούσαν για το Γυρισμό, καθώς και για το γεγονός ότι θα διεκδικούσαν πάλι τη γη για δική τους. Σημείωσα όλα όσα άκουσα γι’ αυτούς. Μόνο απ’ όσους πράγματι τους είδαν, φυσικά, ή είχαν δοσοληψίες μαζί τους».