Выбрать главу

«Βέριν, ανησυχείς για ένα λιονταρόψαρο στα ανοιχτά, εκεί, στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ενώ εδώ και τώρα τα ασημόκαρφα μασουλάνε και κουρελιάζουν τα δίχτυα μας».

Η Καφέ αδελφή συνέχισε να γυρνά τα φύλλα. «Πολύ ταιριαστή μεταφορά, Μητέρα, αυτή με το λιονταρόψαρο. Κάποτε είχα δει ένα μεγάλο καρχαρία, τον οποίο είχε κυνηγήσει ένα λιονταρόψαρο αναγκάζοντάς τον να βγει στα ρηχά νερά, όπου και πέθανε». Χτύπησε μια σελίδα με το δάχτυλό της. «Ναι. Αυτό είναι το χειρότερο. Μητέρα, οι Σωντσάν χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη στη μάχη. Τη χρησιμοποιούν ως όπλο».

Η Σιουάν έσφιξε με δύναμη τα χέρια στη μέση της. Το ίδιο έλεγαν και οι αναφορές που είχε λάβει με τα περιστέρια. Οι πιο πολλοί το ήξεραν από δεύτερο χέρι, αλλά υπήρχαν κάποιες γυναίκες που είχαν γράψει πως το είχαν δει με τα μάτια τους. Τη Δύναμη να χρησιμοποιείται ως όπλο. Ακόμα και το ξερό μελάνι στο χαρτί μετέδιδε ένα ίχνος υστερίας όταν έγραφαν γι’ αυτό. «Αυτό ήδη μας έχει βάλει σε μπελάδες, Βέριν, και θα φέρει κι άλλους όσο διαδίδονται οι ιστορίες και όσο διογκώνονται με τη διάδοση τους. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μου είπαν ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν φύγει, Κόρη μου. Έχεις οποιαδήποτε ένδειξη για το αντίθετο;»

«Ε, όχι, Μητέρα, αλλά —»

«Μέχρι να βρεις, ας ασχοληθούμε με τα ασημόκαρφα που πρέπει να τα βγάλουμε από τα δίχτυα μας, πριν αρχίσουν να ανοίγουν τρύπες και στη βάρκα».

Η Βέριν έκλεισε απρόθυμα το σημειωματάριο και το έχωσε ξανά στη ζώνη της, «Ό,τι πεις, Μητέρα. Θα ήθελα να ρωτήσω, τι σκοπεύεις να κάνεις με τη Νυνάβε και τις άλλες δύο κοπέλες;»

Η Άμερλιν κοντοστάθηκε συλλογισμένη. «Όταν τελειώσουν όλα, θα παρακαλάνε να ήταν στο λιμάνι και να πουλούσαν τα κορμιά τους για δόλωμα». Ήταν η απλή αλήθεια, αλλά μπορούσε κανείς να την ερμηνεύσει με πολλούς τρόπους. «Λοιπόν. Κάτσε κάτω και πες μου όλα όσα είπαν και έκαναν αυτές οι τρεις, όσο καιρό ήταν μαζί τους. Όλα».

13

Τιμωρίες

Ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι της, η Εγκουέν κοίταζε μουτρωμένη τις τρεμουλιαστές σκιές που έριχνε στο ταβάνι το μοναχικό φανάρι της. Ευχόταν να μπορούσε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο δράσης, ή να μπορούσε να σκεφτεί τι, άραγε, την περίμενε από δω και πέρα. Δεν της ερχόταν τίποτα. Οι σκιές είχαν περισσότερη τάξη από τις σκέψεις της. Μετά βίας μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να νιώσει ανησυχία για τον Ματ, αλλά η ντροπή που ένιωθε γι’ αυτό ήταν πολύ μικρή, τη σύντριβαν οι τοίχοι γύρω της.

Ήταν ένα λιτό δωμάτιο, δίχως παράθυρο, όπως ήταν όλα στα καταλύματα των μαθητευομένων, μικρό, τετράγωνο, βαμμένο άσπρο, με χοντρά καρφιά στον ένα τοίχο για να κρεμά τα υπάρχοντα της, με το κρεβάτι κολλητά στον άλλο και ένα μικρό ράφι στον τρίτο, όπου σε αλλοτινές μέρες έβαζε μερικά βιβλία, τα οποία είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του Πύργου. Μια λεκάνη για πλύσιμο σε ένα τραπεζάκι και ένα σκαμνί με τρία πόδια συμπλήρωναν την επίπλωση. Τα σανίδια του πατώματος ήταν σχεδόν άσπρα από το τρίψιμο. Έκανε αυτή την αγγαρεία, πεσμένη στα χέρια και τα πόδια, κάθε μέρα που είχε ζήσει εκεί, παρά τις άλλες δουλειές και τα μαθήματά της. Οι μαθητευόμενες ζούσαν απλά κι αυτό ίσχυε είτε ήσουν κόρη πανδοχέα, είτε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ.

Η Εγκουέν φορούσε πάλι το απλό, λευκό φόρεμα της μαθητευόμενης

-το ίδιο χρώμα είχαν ακόμα η ζώνη και ο μικρός της σάκος― αλλά δεν χαιρόταν καθόλου που είχε ξεφορτωθεί το μισητό εκείνο γκρίζο. Το δωμάτιό της παραήταν όμοιο τώρα με κελί φυλακής. Τι θα γίνει αν έχουν σκοπό να με κρατήσουν εδώ; Σε αυτό το δωμάτιο; Σαν κελί είναι. Σαν κολάρο και...

Έριξε μια ματιά στην πόρτα —ήξερε ότι η μελαψή Αποδεχθείσα θα στεκόταν ακόμα σκοπός από την άλλη πλευρά― και έγειρε πάνω στο λευκό, γυψωμένο τοίχο. Λίγο πάνω από το στρώμα υπήρχε μια τρυπούλα, σχεδόν αόρατη αν δεν ήξερες πού να κοιτάξεις, που την είχαν ανοίξει μαθητευόμενες για να φτάνει ως το διπλανό δωμάτιο, πριν από πάρα πολύ καιρό. Η Εγκουέν μίλησε ψιθυριστά.

«Ηλαίην;» Δεν ακούστηκε καμία απάντηση. «Ηλαίην; Κοιμάσαι;»

«Πώς να κοιμηθώ;» ήταν η απάντηση της Ηλαίην, ένα βραχνό ψιθύρισμα μέσα από την τρύπα. «Πίστευα ότι θα είχαμε μπελάδες, αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Εγκουέν, τι θα μας κάνουν;»

Η Εγκουέν δεν είχε απάντηση να δώσει και αυτά που υπέθετε δεν ήταν από εκείνα για τα οποία θα ήθελε να μιλήσει. Δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται. «Νόμιζα ότι θα ήμασταν ηρωίδες, Ηλαίην. Φέραμε πίσω σώο και ασφαλές το Κέρας του Βαλίρ. Ανακαλύψαμε ότι η Λίαντριν ανήκε στο Μαύρο Άτζα». Η φωνή της κόμπιασε λέγοντάς το. Οι Άες Σεντάι πάντα αρνούνταν την ύπαρξη του Μαύρου Άτζα, ενός Άτζα που υπηρετούσε τον Σκοτεινό και οργίζονταν όταν υπαινισσόταν κανείς πως ήταν υπαρκτό. Μα εμείς ξέρουμε ότι υπάρχει, «Θα έπρεπε να ήμασταν ηρωίδες, Ηλαίην».