«“Με τα θα και με τα αν, γέφυρα δεν χτίζεις”», είπε η Ηλαίην. «Φως μου, πόσο το σιχαινόμουν αυτό όταν μου το έλεγε η μητέρα μου, αλλά είναι αλήθεια. Η Βέριν είπε ότι για το Κέρας, ή για τη Λίαντριν, δεν πρέπει να μιλήσουμε σε κανέναν, εκτός από αυτήν ή την Έδρα της Άμερλιν. Κάτι μου λέει ότι όλα αυτά δεν θα έχουν την κατάληξη που περιμέναμε. Δεν είναι σωστό. Περάσαμε τόσα πολλά· πέρασες τόσα πολλά. Δεν είναι σωστό».
«Η Βέριν λέει. Η Μουαραίν λέει. Ξέρω γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι οι Άες Σεντάι είναι σαν να κινούν τα νήματα σε μαριονέτες. Σαν να νιώθω τους σπάγκους στα χέρια και τα πόδια μου να με ελέγχουν. Ό,τι κι αν κάνουν, θα το κάνουν γι’ αυτό που θα αποφασίσουν οι ίδιες ότι είναι καλό για το Λευκό Πύργο, όχι επειδή θα είναι καλό ή σωστό για εμάς».
«Αλλά ακόμα κι έτσι, θέλεις να γίνεις Άες Σεντάι. Δεν θέλεις;»
Η Εγκουέν δίστασε, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για την απάντηση της. «Ναι», είπε. «Ακόμα το θέλω. Είναι ο μόνος τρόπος για να είμαστε ποτέ ασφαλείς. Αλλά ένα πράγμα έχω να σου πω. Δεν θα τις αφήσω να με σιγανέψουν». Τούτη ήταν μια καινούρια σκέψη, την οποία ξεστόμισε μόλις της ήρθε στο νου, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να την πάρει πίσω. Να μην αγγίζω πια την Αληθινή Πηγή; Την ένιωθε εκεί, ακόμα και τώρα, τη λάμψη λίγο πάνω από τον ώμο της» τη λάμψη λίγο πιο μακριά από κει που μπορούσε να δει. Αντιστάθηκε στη λαχτάρα να ανοιχτεί σε αυτή. Να μη με γεμίζει πια η Μία Δύναμη, κάνοντάς με να νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ; Όχι! «Δεν θα παραδοθώ χωρίς να παλέψω».
Μακριά σιωπή επικράτησε στην άλλη πλευρά του τοίχου. «Πώς θα μπορούσες να το σταματήσεις; Ίσως να είσαι δυνατή όσο οποιαδήποτε απ’ αυτές, αλλά καμία από εμάς δεν ξέρει αρκετά για να εμποδίσει έστω και μία Άες Σεντάι να μας αποκόψει από την Πηγή ― και είναι δεκάδες αδελφές εδώ πέρα».
Η Εγκουέν το σκέφτηκε. Στο τέλος, είπε: «Θα μπορούσα να το σκάσω. Αυτή τη φορά, να το σκάσω στ’ αλήθεια».
«θα μας κυνηγήσουν, Εγκουέν. Είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Από τη στιγμή που θα δείξεις έστω και το παραμικρό σημάδι της ικανότητας, δεν σε αφήνουν να φύγεις πριν μάθεις αρκετά για να μη σκοτωθείς. Ή να μην πεθάνεις απ’ αυτό».
«Δεν είμαι πια μια απλή χωριατοπούλα. Είδα ένα μέρος του κόσμου. Μπορώ να ξεφύγω από τα χέρια των Άες Σεντάι, αν χρειαστεί». Προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό της, όχι μόνο την Ηλαίην. Αλλά, αν δεν γνωρίζω ακόμα αρκετά; Αν δεν ξέρω αρκετά για τον κόσμο, για τη Δύναμη; Αν και μόνο η διαβίβαση μπορεί να με σκοτώσει; Δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτό. Έχω τόσα πολλά να μάθω ακόμα. Δεν θα τις αφήσω να με σταματήσουν.
«Η μητέρα μου ίσως να μας προστάτευε», είπε η Ηλαίην, «αν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Λευκομανδίτης. Δεν μου πέρασε ποτέ από το νου ότι θα ευχόμουν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο. Αλλά, αν δεν είναι, η μητέρα μου δεν αποκλείεται να μας ξαναστείλει πίσω αλυσοδεμένες. Θα με μάθεις πώς να ζω σε χωριό;»
Η Εγκουέν κοίταξε τον τοίχο, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Θα έρθεις μαζί μου; Αν καταλήξουμε σ’ αυτή τη λύση, εννοώ;»
Άλλη μια μεγάλη παύση ακολούθησε και μετά ένας αχνός ψίθυρος. «Δεν θέλω να με σιγανέψουν, Εγκουέν. Δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν πρόκειται!»
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, χτυπώντας τον τοίχο με πάταγο και η Εγκουέν ανακάθισε τρομαγμένη. Άκουσε το βρόντο μιας πόρτας από την άλλη πλευρά του τοίχου. Η Φαολάιν μπήκε στο δωμάτιο της Εγκουέν και χαμογέλασε όταν το βλέμμα της βρήκε την τρυπούλα. Παρόμοιες τρύπες ένωναν τα περισσότερα δωμάτια των μαθητευομένων όποια γυναίκα ήταν μαθητευόμενη, τις ήξερε.
«Ψιθυρίζεις στη φίλη σου, ε;» είπε με αναπάντεχη συμπάθεια στη φωνή της η κατσαρομάλλα Αποδεχθείσα. «Είναι φυσικό να νιώθεις μοναξιά όταν περιμένεις μόνη. Ήταν ευχάριστη η κουβεντούλα σας;»
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα κι ύστερα το ξανάκλεισε βιαστικά. Η Σέριαμ είχε πει ότι μπορούσε να απαντήσει μόνο σε Άες Σεντάι. Σε κανέναν άλλο. Κοίταξε την Αποδεχθείσα με μια ήρεμη έκφραση και περίμενε.
Η ψεύτικη συμπόνια γλίστρησε από το πρόσωπο της Φαολάιν, σαν νερό που πέφτει από στέγη. «Όρθια. Η Άμερλιν δεν πρέπει να περιμένει κάποιες σαν και του λόγου σου. Είσαι τυχερή που δεν σε πέτυχα να μιλάς. Κουνήσου!»
Οι μαθητευόμενες, κανονικά, έπρεπε να υπακούν τις Αποδεχθείσες με την ίδια προθυμία που θα υπάκουγαν και τις Άες Σεντάι, αλλά η Εγκουέν σηκώθηκε αργά και καθυστέρησε, όσο τολμούσε, για να ισιώσει το φόρεμά της. Έκανε μια μικρή υπόκλιση προς τη Φαολάιν και της έστειλε ένα μικρό χαμόγελο. Η βλοσυρή έκφραση που εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Αποδεχθείσας έκανε το χαμόγελο της Εγκουέν να πλατύνει, πριν θυμηθεί να το κρύψει· δεν υπήρχε λόγος να ωθήσει τη Φαολάιν στα άκρα. Με το κορμί στητό, υποκρινόμενη ότι τα πόδια της δεν έτρεμαν, βγήκε από ίο δωμάτιο, μπροστά από την Αποδεχθείσα.