Выбрать главу

Η Ηλαίην ήδη περίμενε έξω μαζί με την Αποδεχθείσα με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και έδειχνε αποφασισμένη να φανεί γενναία. Κατά κάποιον τρόπο, κατόρθωνε να δίνει την εντύπωση ότι η Αποδεχθείσα ήταν μια υπηρέτρια που της μετέφερε τα γάντια. Η Εγκουέν ευχήθηκε να μπορούσε και η ίδια να κάνει κάτι τέτοιο, έστω και εν μέρει.

Τα καταλύματα των μαθητευομένων κατέληγαν σε κυκλικούς εξώστες, με κιγκλιδώματα γύρω-γύρω που σχημάτιζαν μια κούφια κολώνα και υπήρχαν κι άλλοι όροφοι, τόσο από πάνω όσο και από κάτω τους, ως την Αυλή των Μαθητευομένων. Το βλέμμα δεν αντάμωνε άλλες γυναίκες. Όμως, ακόμα κι αν βρίσκονταν εδώ όλες οι μαθητευόμενες του Πύργου, δεν θα ήταν γεμάτο ούτε το ένα τέταρτο των δωματίων. Οι τέσσερίς τους περπάτησαν στους άδειους εξώστες και κατέβηκαν τις σπειροειδείς ράμπες σιωπηλές· καμία δεν άντεχε να ακούσει τον ήχο κάποιας φωνής, που απλώς θα τόνιζε το κενό.

Η Εγκουέν δεν είχε ξαναβρεθεί στο τμήμα του Πύργου όπου ήταν τα καταλύματα της Άμερλιν. Οι διάδρομοι εκεί ήταν τόσο πλατιοί που άνετα χωρούσε να περάσει άμαξα, ενώ το ύψος τους ήταν μεγαλύτερο από το πλάτος τους. Πολύχρωμα υφαντά κρέμονταν στους τοίχους, υφαντά σε μια ποικιλία θεματολογιών, με λουλούδια και σκηνές δάσους, ηρωικούς άθλους και πολύπλοκα μοτίβα, μερικά τόσο αρχαία που έμοιαζαν έτοιμα να θρυμματιστούν, αν τα άγγιζε κανείς. Τα παπούτσια τους έκαναν δυνατούς, ξερούς ήχους στα ρομβοειδή πλακάκια του δαπέδου, που επαναλάμβαναν τα χρώματα των επτά Άτζα.

Ελάχιστες άλλες γυναίκες φαίνονταν ― πού και πού, κάποια Άες Σεντάι που περνούσε μεγαλοπρεπώς, δίχως χρόνο για να προσέξει Αποδεχθείσες ή μαθητευόμενες· πέντε-έξι Αποδεχθείσες που έτρεχαν με περισπούδαστο ύφος στις δουλειές ή τα μαθήματα τους· κάτι λίγες υπηρέτριες, με δίσκους, σφουγγαρίστρες ή με μια αγκαλιά σεντόνια ή πετσέτες· μερικές μαθητευόμενες που έτρεχαν για τις αγγαρείες τους ακόμα πιο βιαστικά απ’ όσο οι υπηρέτριες.

Τις βρήκαν η Νυνάβε και η συνοδός της με το λιγνό λαιμό, η Τέοντριν. Καμία δεν μίλησε. Η Νυνάβε φορούσε φόρεμα Αποδεχθείσας τώρα, λευκό, με τις επτά χρωματιστές λωρίδες στον ποδόγυρο, αλλά η ζώνη και ο μικρός σάκος ήταν τα δικά της. Χαμογέλασε καθησυχαστικά στην Εγκουέν και την Ηλαίην και τις αγκάλιασε —η Εγκουέν ένιωσε τόση ανακούφιση βλέποντας άλλο ένα φιλικό πρόσωπο, που ανταπέδωσε την αγκαλιά δίχως να σκεφτεί ότι η Νυνάβε φερόταν σαν να παρηγορούσε παιδιά― αλλά, όπως συνέχισαν το δρόμο τους, η Νυνάβε πού και πού τραβούσε απότομα την πυκνή πλεξούδα της.

Ελάχιστοι άντρες πήγαιναν σε εκείνο το τμήμα του Πύργου και η Εγκουέν είδε μόνο δυο: Προμάχους, που περπατούσαν μαζί και συζητούσαν, ο ένας έχοντας το σπαθί του στο γοφό, ο άλλος στη ράχη. Ο ένας ήταν κοντός και λιγνός, κοντοπίθαρος θα έλεγε κανείς, ο άλλος φαρδύς σχεδόν όσο ήταν και ψηλός, μα και οι δυο κινούνταν με απειλητική σβελτάδα. Οι μανδύες Προμάχου, που άλλαζαν χρώματα, σε ζάλιζαν αν τους κοίταζες ώρα πολλή και κομμάτια τους έμοιαζαν να γίνονται ένα με τους τοίχους πίσω τους. Η Εγκουέν είδε τη Νυνάβε να τους κοιτάζει και κούνησε το κεφάλι της. Κάτι πρέπει να κάνει με τον Λαν. Αν μετά τη σημερινή μέρα μας έχει απομείνει οποιαδήποτε επιλογή.

Ο προθάλαμος του μελετητηρίου της Έδρας της Άμερλιν είχε μια μεγαλοπρέπεια που θα άρμοζε σε παλάτι, αν και οι καρέκλες, που ήταν απλωμένες ολόγυρα για όσους τυχόν περίμεναν, ήταν αρκετά απλές, αλλά η Εγκουέν είχε μάτια μόνο για τη Ληάνε Σεντάι. Η Τηρήτρια φορούσε το στενό επιτραχήλιο του αξιώματός της, γαλάζιο, για να δείχνει ότι είχε μεγαλώσει στο Γαλάζιο Άτζα και το πρόσωπό της έμοιαζε σμιλεμένο σε λεία, καφετιά πέτρα. Δεν υπήρχε άλλος κανείς εκεί.

«Προκάλεσαν κάποιο πρόβλημα;» Ο κοφτός τρόπος που μιλούσε η Τηρήτρια δεν φανέρωνε ούτε θυμό ούτε συμπάθεια.

«Όχι, Άες Σεντάι», είπαν ταυτοχρόνως η Τέοντριν και η Αποδεχθείσα με τα κόκκινα μάγουλα.

«Αυτήν εδώ την τράβηξα από το αυτί για να έρθει, Άες Σεντάι», είπε η Φαολάιν, δείχνοντας την Εγκουέν. Η Αποδεχθείσα φαινόταν αγανακτισμένη. «Τσινάει σαν να έχει ξεχάσει την πειθαρχία του Λευκού Πύργου».

«Για να οδηγείς», είπε η Ληάνε, «δεν πρέπει ούτε να τραβάς, ούτε να σπρώχνεις. Πήγαινε στη Μάρις Σεντάι, Φαολάιν, και ζήτησέ της να σου επιτρέψει να το στοχαστείς αυτό, όσο θα καθαρίζεις με την τσουγκράνα τα μονοπάτια του Εαρινού Κήπου». Έκανε νόημα στη Φαολάιν και στις άλλες δύο Λποδεχθείσες να αποσυρθούν κι εκείνες έκαναν βαθιά υπόκλιση. Από εκεί χαμηλά που ήταν, η Φαολάιν έριξε μια οργίλη ματιά στην Εγκουέν.