Η Τηρήτρια δεν έδωσε σημασία στις Αποδεχθείσες που έφευγαν. Αντίθετα, περιεργάστηκε τις γυναίκες που είχαν παραμείνει, χτυπώντας απαλά με το δάχτυλο τα χείλη, ώσπου στο τέλος η Εγκουέν είχε την εντύπωση ότι η άλλη τις είχε μετρήσει από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια της Νυνάβε είχαν ένα επικίνδυνο σπίθισμα τώρα και έσφιγγε δυνατά την πλεξούδα της.
Στο τέλος, η Ληάνε σήκωσε το χέρι, δείχνοντας την είσοδο του μελετητηρίου της Άμερλιν. Σε κάθε φύλλο της διπλής πόρτας, φτιαγμένης από σκούρο ξύλο, υπήρχε ένα Μέγα Ερπετό, ούτε ένα βήμα μπροστά τους, που δάγκωνε την ουρά του. «Εισέλθετε», είπε.
Η Νυνάβε έσπευσε να προχωρήσει και άνοιξε τη μία πόρτα. Αυτό έδωσε το σύνθημα για να κινηθεί και η Εγκουέν. Η Ηλαίην της έσφιξε δυνατά το χέρι και η Εγκουέν της ανταπέδωσε το σφίξιμο, Η Ληάνε τις ακολούθησε και πήρε θέση παραδίπλα, ανάμεσα στις τρεις τους και στο τραπέζι, που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου.
Η Έδρα της Άμερλιν καθόταν πίσω από το τραπέζι, εξετάζοντας κάποια χαρτιά. Δεν σήκωσε το βλέμμα. Η Νυνάβε άνοιξε κάποια στιγμή το στόμα, αλλά το ξανάκλεισε, έπειτα από μια κοφτερή ματιά της Τηρήτριας. Οι τρεις τους στέκονταν σε σειρά μπροστά από το τραπέζι της Άμερλιν και περίμεναν. Η Εγκουέν προσπάθησε να μην παίζει τα δάχτυλά της. Πέρασαν αρκετά ατέλειωτα λεπτά —έμοιαζαν με ώρες― πριν η Άμερλιν σηκώσει το κεφάλι, όταν όμως τα γαλάζια μάτια της στυλώθηκαν με τη σειρά στην καθεμιά τους, η Εγκουέν σκέφτηκε πως δεν θα την πείραζε αν περίμενε κι άλλο. Το βλέμμα της Άμερλιν ήταν σαν δύο κομμάτια πάγου που τρύπωναν στην καρδιά της. Το δωμάτιο ήταν δροσερό, μα στη ράχη της άρχισε να κυλά ένα ποταμάκι ιδρώτα.
«Λοιπόν!» είπε τελικά η Άμερλιν. «Οι δραπέτισσες επιστρέφουν».
«Δεν δραπετεύσαμε, Μητέρα». Ήταν φανερό πως η Νυνάβε πάσχιζε να κρατήσει τη γαλήνη της, αλλά η φωνή της έτρεμε από το συναίσθημα μέσα της. Ήταν θυμός, η Εγκουέν το ήξερε. Αυτή την ισχυρή θέληση συχνά τη συνόδευε θυμός. «Η Λίαντριν μας είπε ότι έπρεπε να πάμε μαζί της και...» Τη διέκοψε ο ξερός κρότος της παλάμης της Άμερλιν πάνω στο τραπέζι.
«Μη μνημονεύεις εδώ μέσα το όνομα της Λίαντριν, τέκνο μου!» είπε κοφτά η Άμερλιν. Η Ληάνε τις παρακολουθούσε με μια έκφραση αυστηρότητας και γαλήνης.
«Μητέρα, η Λίαντριν είναι του Μαύρου Άτζα», ξέσπασε η Ηλαίην.
«Αυτό είναι γνωστό, τέκνο μου. Τουλάχιστον υπήρχε η υποψία και είναι σαν να ήταν γνωστό. Η Λίαντριν έφυγε από τον Πύργο πριν από μήνες και δώδεκα άλλες —γυναίκες― την ακολούθησαν. Έκτοτε δεν έχουμε ξαναδεί καμία τους. Πριν φύγουν, επιχείρησαν να διαρρήξουν την αποθήκη όπου φυλάσσονται τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ και κατάφεραν να μπουν εκεί όπου είναι αποθηκευμένα τα τερ’ανγκριάλ. Έκλεψαν κάποια απ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένων μερικών των οποίων τη χρήση αγνοούμε».
Η Νυνάβε ατένιζε την Άμερλιν με φρίκη και η Ηλαίην, ξαφνικά, έτριψε τα μπράτσα της σαν να κρύωνε. Η Εγκουέν ένιωθε ρίγη και η ίδια. Πολλές φορές είχε φανταστεί πως επέστρεφε, για να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο τη Λίαντριν και να την κατηγορήσει. Στη φαντασία της, επίσης, έβλεπε να την καταδικάζουν σε κάποια τιμωρία ― μόνο που ποτέ δεν είχε κατορθώσει να φανταστεί μια τιμωρία αρκετά μεγάλη που να ταιριάζει στα εγκλήματα αυτής της Άες Σεντάι με το κουκλίστικο πρόσωπο. Είχε, μάλιστα, δει με το νου της ότι γυρνούσε και έβρισκε ότι η Λίαντριν είχε ήδη διαφύγει ― συνήθως, έντρομη από την επιστροφή της Εγκουέν. Αλλά δεν είχε φανταστεί κάτι τέτοιο. Αν η Λίαντριν και οι άλλες —δεν ήθελε καν να πιστέψει ότι υπήρχαν και άλλες― είχαν κλέψει αυτά τα απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, ποιος άραγε να ήξερε τι μπορούσαν να κάνουν με αυτά. Δόξα στο Φως που δεν πήραν κανένα σα’ανγκριάλ, σκέφτηκε. Αυτά που είχαν κλαπεί ήταν κι από μόνα τους κακή είδηση.
Τα σα’ανγκριάλ ήταν σαν τα ανγκριάλ κι επέτρεπαν σε μια Άες Σεντάι να διαβιβάσει με ασφάλεια περισσότερη Μία Δύναμη απ’ όση θα μπορούσε να διαβιβάσει αβοήθητη, αλλά ήταν πολύ πιο ισχυρά από τα ανγκριάλ και πιο σπάνια. Τα τερ’ανγκριάλ ήταν άλλο πράγμα. Ήταν πιο πολυάριθμα από τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ, χωρίς να είναι βέβαια κάτι συνηθισμένο, χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να βοηθούν τη διαβίβασή της και δεν υπήρχε κανείς που να τα καταλαβαίνει πραγματικά. Πολλά δούλευαν μόνο για κάποιον που μπορούσε να διαβιβάσει, για κάποιον που χρειαζόταν μόνο να διαβιβάσει, ενώ άλλα έκαναν αυτό που έκαναν για τον καθένα. Αν και όλα τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ για τα οποία είχε ακούσει ποτέ η Εγκουέν ήταν μικρά, τα τερ’ανγκριάλ έμοιαζαν να μπορούν να έχουν οποιοδήποτε μέγεθος. Φαινόταν ότι το καθένα τους είχε κατασκευαστεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό από εκείνους τους Άες Σεντάι που ζούσαν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, για να κάνει ένα συγκεκριμένο πράγμα και από τότε αρκετές Άες Σεντάι είχαν πεθάνει στην προσπάθειά τους να μάθουν τι ήταν αυτό· είχαν πεθάνει, ή είχε καεί μέσα τους η ικανότητα να διαβιβάζουν. Υπήρχαν αδελφές του Καφέ Άτζα που είχαν κάνει τα τερ’ανγκριάλ αντικείμενο μελέτης όλης της ζωής τους.